Στο γκρίζο, σκυθρωπό μεταπολεμικό Λονδίνο, ένας νεαρός πιάνει πρώτη μέρα δουλειά στην Νομαρχία. Διευθυντής του τμήματός του, ο κύριος Γουίλιαμς, ένας αυστηρός, αγέλαστος μεσήλικας, ο οποίος τηρεί όλη την πόζα του άψογου τζέντλεμαν, αλλά επιτρέπει στην ατέρμονη γραφειοκρατία να μην παράγει κανένα ουσιαστικό έργο. Για παράδειγμα, πόσο κοροϊδεύουν τις κυρίες μίας γειτονιάς που έχουν συμπληρώσει όλες τις απαραίτητες αιτήσεις για να δημιουργηθεί μία παιδική χαρά για τα παιδιά τους που παίζουν στον σκουπιδότοπο; Μόνο που κάτι αλλάζει ξαφνικά: ο πάντα τυπικός κύριος Γουίλιαμς εξαφανίζεται από το πόστο του για μέρες. Οταν επιστρέφει, είναι ένας αλλαγμένος άνθρωπος. Τι έχει συμβεί;
Ο νομπελίστας συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο («Τ’ Απομεινάρια μιας Μέρας») μεταφέρει το σενάριο και την ιστορία του αριστουργήματος του Ακίρα Κουροσάβα «Ikiru» (Ο Καταδικασμένος, 1952) στο Λονδίνο των 50ς, κι ο Ολιβερ Χερμάνους («Moffie») επιχειρεί να αποδώσει την πνιγερή ατμόσφαιρα μίας λαβωμένη από τον πόλεμο πόλης αλλά και τον εγκλωβισμό των Αγγλών σε στενά καθωσπρέπει κοστούμια και μετρημένες, ανίκανες για συναίσθημα συμπεριφορές. Κάπου ενδιάμεσα, χάνεται η ζωή.
Γιατί αυτό συμβαίνει στον κύριο Γουίλιαμς: ένα ιατρικό ραντεβού του αποκαλύπτει ότι έχει λίγους μήνες ζωής. Τότε μόνο διαπιστώνει ότι ήταν πάντα «νεκρός». Γιατί δεν ξέρει πώς να ζήσει, πώς να αισθανθεί ξανά την καρδιά του να χτυπά για έναν σκοπό.
Ενώ η αναλογία «παραδοσιακού Ιάπωνα» και «τζέντλεμαν Βρετανού» είναι απόλυτα επιτυχημένη, κι ενώ ο Μπιλ Νάι είναι ένας από τους πιο συμπαθείς κι αξιόλογους βρετανούς ηθοποιούς, το «Αιαθάνομαι Ζωντανός» δεν καταφέρνει να αποτελέσει κάτι περισσότερο από ένα επιφανειακό μελόδραμα.
Θυμηθείτε τον Αντονι Χόπκινς στα «Απομεινάρια μιας Μέρας» (ο ρόλος του μπάτλερ γραμμένος επίσης από τον Ισιγκούρο). Απροσπέλαστος, κλειδωμένος, ασφαλής μόνο μέσα στον τελετουργικά αυστηρό ρόλο της δουλειάς του ο κεντρικός ήρωας, αλλά ο Χόπκινς κατάφερε να τον εξανθρωπίσει μέσα από μία εξαιρετικά μελετημένη, ισορροπημένη ερμηνεία. Χωρίς κορώνες, χωρίς υπερβολές.
Εδώ ο Μπιλ Νάι παίζει συνεχώς πολύ βαριά, τραγικά, με μελό βιολιά στο background και την κάμερα να επιμένει στο θλιμμένο πρόσωπό του λίγο περισσότερο από ο,τι θα έπρεπε - σαν να ζητιανεύει, κι όχι να εμπνέει, ενσυναίσθηση. Αυτή η υπογραμμισμένα δραματική επιμονή στην σκηνοθεσία του Χερμάνους, αντί να συγκινεί, αφαιρεί από τη δύναμη της ιστορίας.
Κι είναι κρίμα. Γιατί η ιστορία του κύριου Γουίλιαμς είναι άξια ατόφιας συγκίνησης. Ο Χερμάνους δεν μάς εμπιστεύτηκε ότι θα τη νιώσουμε από μόνοι μας. Σφιχτά κοντινά στα δάκρυα, η αφήγηση αλεσμένη στο μπλέντερ για να είναι ευκολόπιοτη, ελεγειακό σάουντρακ στη διαπασών.
Φωτεινή εξαίρεση: η Εμιλι Λου Γουντ (αν δεν την έχετε δει και στο «Sex Education», τρέξτε) που με τον νατουραλισμό της, την πηγαία της εκφραστικότητα (μ' ένα πρόσωπο όλο μάτια και αθώα λαγουδίσια δοντάκια), καταφέρνει να σπάσει το σφιχτό ζακετάκι της μελούρας και να προσφέρει αυθεντικό, ζεστό, συναίσθημα.