Η Νίνα Σιμόν ανεβαίνει στη σκηνή επιφυλλακτικά. Το πλήθος χειροκροτεί κι εκείνη κάνει μία κλισέ χορευτική υπόκλιση, όμως το πρόσωπό της είναι σχεδόν ενοχλημένο, εχθρικό. Βρίσκεται στα μεσήλικά της χρόνια, έχει επιστρέψει στις live εμφανίσεις μετά από πολυετή απουσία. Κάθεται στο πιάνο και μουρμουρίζει ένα καλησπέρα μέσα από τα δόντια. Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα και κραυγές κι εκείνη, επιτέλους, χαμογελά. Τα δάχτυλά της αρχίζουν να γλιστράνε με επιδεξιότητα στα πλήκτρα, η φωνή της βγαίνει καπνισμένη, βασανισμένη και σημαντική. Ομως όταν μία γυναίκα σηκώνεται από την καρέκλα της, η Σιμόν διακόπτει απότομα το τραγούδι με βρισιές και απειλές, απαιτώντας από την άτυχη θεατή να ξανακάτσει αμέσως στη θέση της. Τα μάτια της είναι γεμάτα οργή. Σε λίγα μόνο λεπτά, ολόκληρη η ντίβα αποκαλύπτεται: η ευφυής πιανίστας και η ανασφαλής performer. Η τζαζ μουσικός με τον μοναδικό ήχο και η οργισμένη καλλιτέχνης που πίστευε ότι δεν τη σεβόταν κανείς. Η σταρ και η γυναίκα.
Το ντοκιμαντέρ της Λιζ Γκάρμπους («Love, Marilyn», «Bobby Fischer Against the World») θα επιχειρήσει να τη δείξει ολόκληρη. Λουσμένη στο φως του ταλέντου της και χαμένη στο τρομαχτικό σκοτάδι του διπολισμού της. Δε θα την ηρωποιήσει, δε θα την εξιδανικεύσει, αλλά θα είναι φανερό σε κάθε ένα πλάνο πόσο πολύ την αγαπά. Δε θα πάρει θέση, όσο θα κάνει την ερώτηση του τίτλου (το οποίο είναι απόσπασμα από το ποίημα της Μάγια Ανγκέλου για τη Νίνα Σιμόν, «The Singer Will Not Sing»): «Τι συνέβη, κυρία Σιμόν;»
Mέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό (φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας, των καλοκαιριών της εφηβείας στα jazz clubs του Ατλάντικ Σίτι) η Γκάρμπους μας συστήνει την μικρή Γιουνίς Γουέιμον από τη Βόρειο Καρολάινα - την πιτσιρίκα που οι γονείς και οι δασκάλες της είχαν ξεχωρίσει ως μουσικό ταλέντο στο πιάνο και την προόριζαν για να γίνει η πρώτη μαύρη πιανίστα που θα έπαιζε στο Carnegie Hall. Μέσα από ηχητικά αποσπάσματα συνεντεύξων που είχε δώσει η Σιμόν λίγο πριν πεθάνει (έφυγε το 2003 από καρκίνο) μάς ξαναγεί σ' αυτή την απαιτητική, μοναχική, ιδιαίτερη παιδική ηλικία: όταν τελείωνε το σχολείο κι αντί να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά στο γκέτο, εκείνη διέσχιζε στην άλλη πλευρά, την πλευρά των λευκών, για να κάνει μαθήματα. Οταν όμως έδωσε εξετάσεις στο νεοϋρκέζικο Ωδείο, την έκοψαν, φυσικά λόγω των φυλετικών διακρίσεων της κλασσικής παιδείας στη δεκαετία του 50.
Νιώθοντας ότι οι γονείς της δεν μπορούν να τη συντηρούν πλέον, η 17χρονη Γιουνίς πιάνει δουλειά τα βράδια σε τζαζ κλαμπ του Ατλάντικ Σίτι. Κρυφά, για να μην τους ντροπιάσει (καθώς εκτιμούσαν μόνο την κλασική μουσική κι όχι τα μπλουζ και τη τζαζ). Για αυτό κι αλλάζει το όνομά της - «Νίνα» γιατί έτσι τη φώναζε ο τότε φίλος της και «Σιμόν» από τη Σιμόν Σινιορέ, τη γαλλίδα ηθοποιό που αγαπούσε. Στα κλαμπς της ζητούν να τραγουδήσει, εκεί πρωτοακούν τη φωνή της, έρχεται το συμβόλαιο για δίσκο, γίνεται διάσημη με το «I Loves you, Porgy», γνωρίζει τον άντρα της - έναν πρώην μπάτσο της Νέας Υόρκης, ο οποίος παρατά τα πάντα για να γίνει ο μάνατζέρ της και όλα απογειώνονται. Γίνεται σταρ.
Ψύχραιμες, σκληρές, αγαπησιάρικες, συμπονετικές, πικραμένες μαρτυρίες της μοναχοκόρης της, Λίζα Σιμόν Κέλι, αλλά και του καλύτερού της φίλου και κιθαρίστα της, Αλ Σάκμαν, μάς παρουσιάζουν αυτό το γάμο, αυτή τη σχέση που μπορούσε να αποτυπώσει όλα όσα σκοτείνιαζαν το άστρο της Σιμόν και την καθόρισαν για το υπόλοιπο της ζωής της: υποστήριξη στην ντίβα, κακοποίηση στη σύζυγο. «Η μητέρα μου δεν άξιζε στιγμή τη βία που υπέστη για χρόνια. Ομως, το έβλεπα, το ζούσα: ήταν σαν να την επιζητούσε. Σαν να κοιτούσε τον ταύρο στα μάτια, κρατώντας το κόκκινο πανί και προσκαλώντας τον στην κουζίνα της...» ομολογεί η Σιμόν Κέλι. «Ολοι βλέπατε την Νίνα Σιμόν - την γεμάτη ταπεραμέντο περσόνα που πιστεύατε ότι υιοθετούσε στη σκηνή. Δεν ήταν όμως έτσι μόνο στη σκηνή. Ηταν έτσι 24 ώρες το 24ωρο. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα...»
Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Γκάρμπους είναι η πρόσβαση στα χειρόγραφα ημερολόγια της Σιμόν, τα οποία κρατούσε σε όλη της τη ζωή και έγραφε τα συναισθήματά της με λεπτομέρεια κι ωμή ευθύτητα. Η Γκάρμπους βγάζει στην μεγάλη οθόνη, μικρές σκαναρισμένες φράσεις που δείχνουν διάφανα την αλήθεια. «Σε αγαπώ άντρα μου, σ' ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου». «Σε σιχαίνομαι, με βλέπεις σαν άλογο κούρσας που πρέπει να σου κερδίσει χρήματα». «Μου αρέσει το ξύλο. Μου αρέσει το σεξ μετά το ξύλο». «Συγγνώμη μητέρα. Επαιξα στο Carnegie Hall αλλά όχι κλασική μουσική - αυτή την ποπ που σιχαίνεσαι...»
Κανείς στα 60ς δεν μπορούσε να διαγνώσει μία διπολική προσωπικότητα - ειδικά σε μία τόσο τεράστια προσωπικότητα όπως αυτή μίας jazz/blues ντίβας. Η εξήγηση ήταν απλώς «παραξενιά», «ταπαρεμέντο», «κακή διαχείριση των οικονομικών», «σκληρή μητέρα». Η εκτόνωση που μοιάζει να της έδωσε σκοπό και να την κράτησε στη ζωή ήταν η ανάμιξή της με το μαύρο κίνημα (το «Mississippi Goddam» ήταν ό,τι πιο ριζοσπαστικό τόλμησε μαύρη τραγουδίστρια να απευθύνει στο ευρύ ραδιοφωνικό κοινό τότε), τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τους Black Panthers του Μάλκομ Χ (στον Κινγκ είχε πει χαρακτηριστικά: «εγώ είμαι ΥΠΕΡ της βίας»). Η Σιμόν το 1965 μετατράπηκε σε ιέρεια των διαδηλώσεων και του κινήματος, κάτι που της στοίχησε το λευκό της κοινό, συμβόλαια, συναυλίες, χρήματα και το γάμο της.
Βλέπουμε το διαζύγιο, την πτώση στην αφάνεια και την φτώχεια, την κατάθλιψη. Την επέμβαση των λευκών φίλων μουσικών της που την τράβηξαν σωματικά και κυριολεκτικά από το βάλτο της, έστησαν ξανά την καριέρα της και της πρόσφεραν ιατρική νευρολογική περίθαλψη. «Η μητέρα μου όμως έχανε τη φωνή της και την ευελιξία στο παίξιμό της λόγω των ψυχοφάρμακων» ομολογεί γλυκόπικρα η Σιμόν Κέλι.
Κι έτσι τη συναντάμε ξανά. Στη σκηνή προς τα τέλη της ζωή της. Ακόμα μεγαλειώδη. Ακόμα ανασφαλή. Ακόμα οργισμένη. Μπροστά από μικρόφωνα δημοσιογράφων που τη ρωτούν ό,τι και η Μάγια Αγγέλου: «Ο κόσμος σας αγαπούσε. Τι σας συνέβη κυρία Σιμόν;» O,τι ακολουθεί είναι η καλύτερη εκτέλεση του πικρά ειρωνικού «My Baby Just Cares For Me». Και τότε μόνο καταλαβαίνεις ότι ό,τι προηγήθηκε ήταν η πιο ευκρινής εκτέλεση του «Don't Let me Be Misunderstood»...
.
Διαβάστε ακόμα: