Ενα 13χρονο αγόρι εξαφανίζεται για ένα απροδιόριστο χρονικό διάστημα και, από το πουθενά, εμφανίζεται όπως ακριβώς είχε εξαφανιστεί, με σημάδια στο σώμα του να μαρτυρούν ότι ζούσε μαζί με τα ζώα στο δάσος. Πίσω στο σπίτι, η μητέρα του βρίσκεται στα όρια της νεύρωσης, αδυνατεί να μεγαλώσει μόνη της τα δυο παιδιά της, προσπαθεί να βρει τη θέση της στην καλλιτεχνική κοινότητα της πόλης της, παλεύει με ένα ποδήλατο που προσπαθεί να αγοράσει από έναν τύπο που μιλάει από τεχνητό λάρυγγα και πενθεί ακόμη τον άντρα της που πέθανε δύο χρόνια πριν...
Παρά την παραπάνω απόπειρα για μια σύνοψη που να βγάζει νόημα, η ταινία της Ανγκελα Σάνελεκ - γνωστης στο φεστιβαλικό κύκλωμα κυρίως για το «Places in Cities» που προβλήθηκε στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών το 1998 - όχι μόνο δεν έχει κάποιο νόημα, αλλά δεν ενδιαφέρεται και για κάτι τέτοιο. Μέσα στον αλαζονικό φορμαλισμό της επενδύει περισσότερο σε μια αλλοπρόσαλη - ακυρώτική μόνο για τη χαρά της ακύρωσης κάθε κινηματογραφικής σύμβασης - αφήγηση που δεν έχει καμία αλληλουχία και κανένα λογικό ή συναισθηματικό κέντρο, παραμένοντας πεισματικά «περίεργη» αλλά το κυριότερο τελείως αποκομμένη από τον αποδέκτη της.
Δεν υπάρχει ειδικός λόγος να αναλύσει κανείς επιμέρους στοιχεία της ταινίας της Σάνελεκ, που ξεκινάει από μια αναφορά στον Γιασουχίρο Οζου (λόγω του τίτλου της ταινίας που εμπνέεται από το «Γεννήθηκα, αλλά...» του 1932) και προφασίζεται ότι εμπνεέται από τον Ρομπέρ Μπρεσόν ή ίσως και από τον Μίκαελ Χάνεκε, ενώ είναι έκδηλο ακόμη και σε πρωτάρη θεατή πως το σινεμά της δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με τη βαθιά ανθρώπινη ενδοσκόπηση των δύο πρώτων masters ή την αιχμηρή τομή στην κανονικότητα του Αυστριακού δημιουργού.
Δεν ενδιαφέρει κανέναν γιατί αυτή η μητέρα είναι τόσο αντιπαθητική και μαζί ένας από τους πιο υστερικά μονοδιάστατους γυναικείους χαρακτήρες που έχουμε δει τελευταία, δεν ενδιαφέρει κανέναν γιατί σε παράλληλη δράση βλέπουμε μια εξαντλητική πρόβα του «Αμλετ» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ από τους συμμαθητές του παιδιού που εξαφανίστηκε, δεν ενδιαφέρει ούτε την ίδια τη σκηνοθέτη της ταινίας το γιατί η κάμερα φεύγει από τη δράση για να ακολουθήσει ένα άλλο τυχαίο γεγονός - όταν και αυτό στο οποίο πηγαίνει και σε αυτό από το οποίο φεύγει δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον.
Ψυχρό, δοκιμιακά παιδικό (ειδικά σε μια ατέλειωτη πραγματικά σκηνή συζήτησης γύρω από την τέχνη), εστέτ με τον χειρότερο τρόπο που μπορεί να γίνει ποτέ το σινεμά, χίπστερ επειδή αυτό πουλάει, χιουμοριστικό με τον πιο «δεν μπορώ να είμαι κανονικός άνθρωπος και πρέπει να φέρομαι περίεργα» τρόπο και αλαζονικά επιτηδευμένο ώστε να αντιμετωπίζει το θεατή ως κάποιον που δεν πρέπει να συμμετέχει στα δρώμενα αλλά επίσης και να μην τα καταλαβαίνει, το φιλμ της Σάνελεκ ανήκει σε ένα σινεμά που δεν αφορά πρωτίστως αυτόν που το φτιάχνει και άρα είναι τελείως φυσικό να μην αφορά κανέναν άλλον.
Κάπου εκεί οφείλει να σταματήσει οποιαδήποτε συζήτηση, ακόμη κι αν η συμμετοχή της ταινίας στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 69ου Φεστιβάλ Βερολίνου οδηγήσει σε μια βράβευση - για το μοναδικό λόγο ότι τα μέλη της επιτροπής θα θεωρήσουν τη γραφή της Γερμανίδας δημιουργού ως περίεργη, μοντέρνα, επαναστατική, ανανεωτική. Αυτά και άλλα επίθετα που τα έχουμε δει τα τελευταία χρόνια να χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να περιγράψουν κάτι που δεν... βλέπεται.