Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Γουες Αντερσον εδώ και χρόνια που δεν έχει σχεδόν καθόλου ρομαντικό στοιχείο, έναν έρωτα που γεννιέται ή που πεθαίνει. Μας έλειψε; Καθόλου! Γιατί το νέο φιλμ του σκηνοθέτη που κοιτάζει την ανθρώπινη φύση σαν παλαιού καιρού φυσιοδύφης, έχει ένα μεγάλο έρωτα για ό,τι ήταν παλιά η Ευρώπη, όμορφο, πολυτελές, ακαδημαϊκό, παιχνιδιάρικο και υπέροχα ψεύτικο. Και για τα πράγματα που αλλάζουν, που αφήνουμε πίσω, για να τα δεχτούμε με τη νέα τους μορφή, μια και, ούτως ή άλλως, αυτή είναι η πορεία του κόσμου μας.
Σ’ ένα αφηγηματικό φλας μπακ, ένας Συγγραφέας αναλαμβάνει να μας γυρίσει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και να μας βάλει μέσα στις πόρτες του Ξενοδοχείου Grand Budapest, στην ανατολική άκρη της Ευρώπης, ένα πολυτελές κι ευγενές κτίριο όπου περνά το χρόνο της η γεμάτη καπρίτσια και συναρπαστικά μυστικά αφρόκρεμα της γηραιάς ηπείρου. Εκεί αυτοκράτορας είναι ο concierge Γουστάβ Χ, ο υπεύθυνος της οργάνωσης του ξενοδοχείου, αρμόδιος για τη σωστή λειτουργία του και για την επίλυση του οποιουδήποτε προβλήματος. Ο Γκουστάβ θα γίνει φίλος με τον νεαρό Ζίρο (μηδέν), ένα μελαμψό μετανάστη που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στις αντιξοότητες. Οταν η ηλικιωμένη Μαντάμ Ντ. πεθάνει, αφήνοντας στον Γκουστάβ, ως ανταμοιβή για τις «υπηρεσίες» του, έναν πανάκριβο πίνακα, θα πυροδοτήσει ένα δαιδαλώδες κυνήγι της γάτας με το ποντίκι, γεμάτο διδάγματα ζωής και απολαυστικά σκαμπανεβάσματα στις χιονισμένες ευρωπαϊκές βουνοκορφές. Καθόλου τυχαίο ότι η περιπέτεια του Γκουστάβ και του Ζίρο συμπίπτει με την άνοδο – και την εγκατάσταση στο ξενοδοχείο – της νέας μαυροφορεμένης πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας της Ευρώπης και της πιστής φρουράς της με το κεραυνωτό λογότυπο, των... Ζιγκ Ζαγκ.
Ο Γουες Αντερσον γεμίζει την ταινία του με όσα ξέρουμε και αγαπάμε. Ενα σκηνικό βγαλμένο από την πιο quirky παιδική φαντασία, με λεπτομέρειες που ακόμα δεν έχουμε χωνέψει, μια παλέτα χρωμάτων που απλώς χαρίζει κάδρα ευτυχίας, ένα λεπτοδουλεμένο αισθητικό στιλ που φέρνει κοντά το ροκοκό με το hip σε μια φωτεινή ρίγα. Μια ομάδα ηθοποιών, τους περισσότερους από τους οποίους απολαμβάνουμε μόνο για μια στιγμή, από την εκρηκτική Τίλντα Σουίντον, τον Εντουαρντ Νόρτον, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, τον Γουίλεμ Νταφό, τον Φ. Μάρεϊ Εϊμπραμ, μέχρι τον Γουίλεμ Νταφόε, τους μόνιμους Τζέισον Σουόρτσμαν, Τζεφ Γκόλνμπλαμ, Εϊντρεν Μπρόντι, Οουεν Γουίλσον, Μπιλ Μάρεϊ, τον Τζουντ Λο ως νεώτερο Τομ Γουίλκινσον, τη Σίρσα Ρόναν ως μοναδικό, ευάλωτο ερωτικό ενδιαφέρον της ταινίας. Αλλά πάνω απ’ όλους, στήνει το απρόσμενο δίδυμο του Ρέιφ Φάινς και του 18χρονου Τόνι Ρεβολόρι, ως Γκουστάβ Χ και Ζίρο Μουσταφά, στη μεγάλη παράδοση των ανδρικών κωμικών ζευγαριών, αλλά με μια παραπάνω νότα εικαστικού πληθωρισμού και σεναριακού συμβολισμού.
Γιατί αν θέλει κανείς να δει λίγο, πολύ λίγο πιο κάτω από το παραμυθένιο (με μικρά εμπνευσμένα διαλείμματα stop motion animation ή κι ολόκληρους χώρους φτιαγμένους απλώς σε μακέτες) περιτύλιγμα του κόσμου του Grand Budapest Hotel, ο κύριος Γκουστάβ, εκπροσωπεί τη Ευρώπη που φεύγει, που κρατιέται με κόπο από το ένδοξο παρελθόν της, που, όπως λέει η ταινία, ούτε καν τότε, στο παρελθόν, δεν ήταν ένδοξο, απλώς κατάφερνε να μοιάζει έτσι. Σαν έναν ευρηματικό και στιλάτο κύριο, επιφανειακό κι απαιτητικό, με εκπληκτικό στιλ και αξεπέραστη χάρη που, δυστυχώς, δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα βαθειά γεράματα. Κι ο Ζίρο Μουσταφά, ο νεαρός μετανάστης που δεν έχει τίποτα να χάσει και θα σκαρφιστεί τα πάντα, με γενναιότητα και πίστη, για να επιβιώσει, είναι εκείνος που θα κρατήσει το κλειδί του μέλλοντος. Αυτό, αν θέλει ο θεατής να αναλύσει – ευρωπαϊκό ίδιον και αυτό – αυτά που βλέπει, ακούει και νιώθει να γεμίζουν το μυαλό του. Αν όχι, μπορεί απλώς να νιώσει την πληρότητα ενός αλλιώτικου, αστυνομικού και υπαρξιακού μικρού αριστουργήματος του Γουες Αντερσον, που αφήνει την ημέρα και τη νύχτα γεμάτη χαμόγελο, διακοσμητικά tips και μια ανεπαίσθητη ευωδιά από Air de Panache.
Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «The Grand Budapest Hotel» του Γουες Αντερσον