«Θα έλεγα πως το πρόγραμμά μας είναι περισσότερο πολιτικό από άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Νορβηγία», μας λέει ο Τορ Φόσε, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μπέργκεν, όταν τον ρωτάμε ποιο θεωρεί το πιο αναγνωρίσιμο στίγμα της διοργάνωσης. «Κάτι που έχει να κάνει με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πολλών ντοκιμαντέρ που επιλέγουμε», συμπληρώνει, «πέρα από το επίσης πυκνό πρόγραμμα των ταινιών μυθοπλασίας».
Πράγματι, από τις 210 περίπου μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες που μορφοποίησαν τη φετινή, 23η έκδοση του φεστιβάλ, του σημαντικότερου στην σκανδιναβική χώρα μαζί με εκείνο του Τρόμσο, πάνω από 70 είναι φιλμ τεκμηρίωσης. Τόσο από την εθνική παραγωγή, όπως το «15 Years Later» της Σαρλότ Ράντερ Τβεντ, που εντρυφά με ακρίβεια αλλά και ενσυναίσθηση στην κρατική πολιτική μετανάστευσης και ενσωμάτωσης μέσα από τον 15χρονο αγώνα τριών διαφορετικής εθνικότητας προσφύγων να αποκτήσουν τη νορβηγική υπηκοότητα, ή το βιωματικό «The Eclipse» της Σέρβονορβηγής Νατάσα Ούρμπαν, πάνω στις «ελλειμματικές» μνήμες των ευκατάστατων γονέων της από το αιματηρό παρελθόν της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όσο κι από την διεθνή, όπως το βραβευμένο στο Σάντανς και τις Κάνες «All That Breathes» του Ινδού Σαουνάκ Σεν, που αντιπαραβάλλει καίρια την σκληρή καθημερινότητα στο Νέο Δελχί με την πάλη δύο αδελφών να κρατήσουν όρθιο ένα νοσοκομείο για πτηνά, ή το «Lynch/Oz» του Αλεξάντερ Ο. Φίλιπ, μια συναρπαστική εξερεύνηση του πάθους του Ντέιβιντ Λιντς με τον «Μάγο του Οζ» και των επιρροών του σινεμά του από τη μυθολογία και το στιλ του κλασικού υπερθεάματος του Βίκτορ Φλέμινγκ, μέσα από δοκιμιακά voiceovers ονομαστών συναδέλφων του σαν τον Τζον Γουότερς ή την Κάριν Κουσάμα.
Το τελευταίο το παρακολουθήσαμε στην Ταινιοθήκη του Μπέργκεν, όπου φθάσαμε νωρίτερα για να προλάβουμε να δούμε και τα vr φιλμάκια στην αίθουσα εκθέσεων, τρία συμπαθέστατα νορβηγικά animation που «χειραγωγείς» με διαδραστικά joysticks. Η Ταινιοθήκη είναι μια σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένη και διαμορφωμένη για αυτήν ακριβώς τη χρήση παλιά βιοτεχνία στην έτερη, δυτική ακτή του λιμανιού. Μην μπερδεύει το έτερη και το δυτική, απέχει μόλις λίγα λεπτά με τα πόδια από το κέντρο τούτης της πανέμορφης surf’n’turf πόλης, όπου όλα βρίσκονται σε απόσταση περιπάτου, ακόμη και κάποιοι από τους επτά καταπράσινους λόφους που την περικυκλώνουν. Ούτε 20 λεπτά δε μας πήρε να φθάσουμε εδώ από το πολυσινεμά Magnus Barfot, το κεντρικό venue της διοργάνωσης μαζί με το, γειτονικό στα γραφεία της, Konsertpaleet, λίγα μέτρα πιο πάνω. Τον χάρτη συμπληρώνουν άλλοι δύο χώροι, το φοιτητικό πολιτιστικό κέντρο Kavarteret για προβολές, και το Kulturhuset, το οποίο στεγάζει τα πάνελς, τις παράλληλες εκδηλώσεις και τα πάρτι του φεστιβάλ.
Κατά πόσο, όμως, οι δημόσιοι φορείς στηρίζουν λογιστικά όλη αυτή την προσπάθεια, σε εποχές παραγκωνισμού του πολιτισμού στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη; «Ουδέποτε επαρκώς», ομολογεί ο Τορ Φόσε, όπως άλλωστε θα απαντούσε κάθε φεστιβαλάρχης. «Αλλά ήμασταν τυχεροί που είχαμε κρατική οικονομική στήριξη στη διάρκεια της πανδημίας, το μέγεθος της οποίας νομίζω πως δεν είχε καμία άλλη χώρα. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Και ο Δήμος αντιλαμβάνεται και εκτιμά τον ρόλο και τον αντίκτυπό μας ως μια κοινωνική και πολιτιστική αρένα υψηλής σημασίας».
Τούτη τη σημασία επικυρώνουν εξάλλου όχι μόνον οι αριθμοί –«…ο απολογισμός ήταν περίπου 50.000 εισιτήρια, που δεν είναι άσχημα για μια πόλη του μεγέθους του Μπέργκεν»-, αλλά και το μακρύ, βροντερό χειροκρότημα του κοινού τη βραδιά της λήξης.
Μια λήξη -μαζί με εκείνη του Οκτώβρη, όπως κάθε χρόνο- που συνοδεύτηκε από απανωτές διακρίσεις, καθώς ουκ ολίγα είναι τα διαγωνιστικά τμήματα του φεστιβάλ. Από τις οκτώ συμμετοχές του επίσημου διαγωνιστικού Cinema Extraordinaire, το βραβείο πήγε στο «The Five Devils» της Λεά Μίσιους με την Αντέλ Εξαρχόπουλος, στο αντίστοιχο Documentaire Extraordinaire νικητής ανακηρύχτηκε το αμερικανοϊαπωνικό «Crows Are White» του Αχσέν Ναντίμ, ενώ το «Boylesque» της Πολωνής Μπόγκνα Κοβάλτσικ απέσπασε το βραβείο LGBTQ στο θεματικό τμήμα Propaganda Nights -για να αναφερθούμε σε μερικά μόνο από τα βασικά διαγωνιστικά σκέλη.
Τις ημέρες που ήμασταν εκεί, εμείς προλάβαμε να δούμε, εκτός από τα ντοκιμαντέρ και το ενδιαφέρον αλλά άνισο πρόγραμμα των τοπικών μικρού μήκους ταινιών (πράγματι, υπάρχει τμήμα για φιλμ που έχουν γυριστεί στην εν λόγω νορβηγική περιφέρεια), το εξαίρετο, οσκαρικής φιλολογίας «The Banshees of Inisherin» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, το θεαματικό, όσο και κάπως απλοϊκό ως παραβολή μελλοντολογικό παραμύθι «Vesper» των Λιθουανών Κριστίνα Μπουοζίτε και Μπρούνο Σάμπερ, τα καταγόμενα από αληθινά συμβάντα, ακαδημαϊκής γραφής, αλλά άκρως κατατοπιστικά «She Said» της Αμερικανής Μαρία Σρέιντερ (το παρασκήνιο της δημοσιογραφικής έρευνας για την υπόθεση Χάρβεϊ Γουάινστιν που λάνσαρε το κίνημα #MeToo) και «Argentina, 1985» του Σαντιάγκο Μίτρε (το χρονικό της καταδίκης των στρατιωτικών της χούντας του Βιδέλα), και το ψαγμένο ως αντί-νεοαποικιοκρατική αλληγορία, αλλά μάλλον αδέξιο στο θριλερικό του κομμάτι μεταφυσικό δράμα «Nanny» της βραβευμένης στο Σάντανς Νικιάτου Τζούσου.
Oλες οι παραπάνω προβολές ήταν κατά κανόνα με κατάμεστες -αν όχι sold out- αίθουσες. Ποικίλες οι ηλικίες των θεατών, αν και πρωτοστατούσαν οι νεότερες -ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια φοιτητούπολη, σε μια μητροπολιτική περιοχή 440.000 περίπου κατοίκων. Πολύ ενθαρρυντικό, σε «εποχές πλατφόρμας» όπου το
home viewing τείνει να γίνει καθεστώς ακόμη και για φανατικούς σινεφίλ και συνιστά μια όλο και σκληρότερη πρόκληση για κάθε δια ζώσης φεστιβάλ. Για τον Τορ Φόσε, που πιστεύει πως σε λίγο καιρό η ανάγκη για κοινωνικοποίηση θα γίνει μεγαλύτερη, το στοίχημα είναι «να πείσουμε το εν δυνάμει κοινό μας πως η κινηματογραφική εμπειρία είναι ένα κοινωνικό γεγονός που δημιουργεί μια κοινότητα με άλλους σινεφίλ, όπου μοιράζεσαι βαθύτερα συναισθήματα και διανοητική συναλλαγή».
Τον ρωτάμε και για την Ελλάδα, που ξέρουμε πως έχει επισκεφθεί στο παρελθόν.
«Μονάχα δυο φορές, δυστυχώς, κι ας ξέρω πως οι συμπατριώτες μου κάνουν διαρκώς σχέδια να πηγαίνουν διακοπές στην όμορφη χώρα σας. Τη μία φορά ήταν όταν ήρθα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Και την άλλη στους Δελφούς, όταν παραβρέθηκα στο πρόγραμμα της Διοίκησης Ευρωπαϊκών Πολιτιστικών Μονάδων, που ετησίως ολοκληρώνεται στους Δελφούς, οργανωμένο από το Ίδρυμα Marcel Hicter, με έδρα το Βέλγιο. Θυμάμαι εκείνη τη σχεδόν θρησκευτική εμπειρία, να νιώθω την ελαφρά βροχή να πέφτει από έναν καταγάλανο ουρανό χωρίς ίχνος σύννεφου. Αξέχαστο!».
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ του Μπέργκεν στο επίσημο site του.