Ενα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά του γερμανικού σινεμά αποκαλεί το φεστιβάλ τον Ντόμινικ Γκραφ και δεν έχει άδικο, αφού η πλειοψηφία του αξιοπρόσεκτου (κι όχι μόνο σε μέγεθος) έργου του, γυρίστηκε για την τηλεόραση. Τηλεταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ συνθέτουν την φιλμογραφία του κι εννιά κινηματογραφικές ταινίες από τις οποίες μόνο το «Die Katze» το 1987 υπήρξε επιτυχία στο κοινό αλλά και στην κριτική. Εν τούτοις οι δουλειές του για την τηλεόραση κατόρθωναν πάντα να αποσπούν όχι μόνο μεγάλα μερίδια τηλεθέασης αλλά κι εξαιρετικές κριτικές, αψηφώντας την τηλεοπτική λογική και χτίζοντας την δική τους κινηματογραφική γλώσσα και αισθητική, μεταφέροντας στο τηλεοπτικό φορμά μια προβληματική που δεν έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στην τηλεόραση και μεταμορφώνοντας τις σειρές ή τις ταινίες του σε δείγματα δουλειάς ενός «auteur της μικρής οθόνης».
Parviz
Το δέυτερο αφιέρωμα του φεστιβάλ θα είναι στο σύγχρονο σινεμά του Ιραν, σε μια στιγμή που οι δημιουργοί της χώρας βρίσκονται σε μια μάλλον δύσκολη θέση, αφού η λογοκρισία κάνει την δουλειά όσων παραμένουν στην χώρα εξαιρετικά δύσκολη. Το φεστιβάλ θα παρουσιάσει δουλειές σκηνοθετών που εξακολουθούν να δουλεύουν στην Τεχεράνη, όπως το «Parviz» του Ματζίντ Μπαρζεγκάρ που είδαμε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, ή το «Modest Reception» του Μανί Χαγκιντί, αλλά και ταινίες από σκηνοθέτες που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Παράλληλα στη διάρκεια του φεστιβάλ θα δημιουργηθεί ένας ειδικός χώρος για συναντήσεις συζητήσεις και προβολές μικρού μήκους και video art από την χώρα θέλοντας να αναδείξει την πολυφωνία ενός σινεμά που δοκιμάζει να βρει διέξοδο από την λογοκρισία αλλάζοντας την φόρμα και την γλώσσα του και χρησιμοποιώντας ένα κύκλωμα από γκαλερί για να προβληθεί στο κοινό.
Εργο του Τόνι Κόουκς
Το τρίτο θεματικό αφιέρωμα του Ρότερνταμ αφορά στο σινεμά σαν ακουστική εμπειρία και θέλει να τονίσει την σημασία και την συμβολή της ηχητικής μπάντας στην ατμόσφαιρα και την αποτελεσματικότητα ενός φιλμ. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα χρησιμοποιεί τοποθεσίες που δεν είναι τυπικές αίθουσες προβολής, μια εγκαταλειμμένη αίθουσα συναυλιών, ένα jazz cafe, μια εκκλησία για να προβάλει εικόνες με συνοδεία μουσικής, να τοποθετήσει ηχητικές εγκαταστάσεις από καλλιτέχνες όπως ο Φινλανδός visual artist Μίκα Ταανίλα,ο βρετανός σκηνοθετης Τζον Ακόμφρα και ο Αμερικάνος sound και multimedia artist Τόνι Κόουκς