Σε ποιότητα βιντεοκασέτας των '90ς, παρακολουθούμε μια νύφη, στολισμένη σαν βασιλοπούλα, τον χαμογελαστό γαμπρό και τις οικογένειές τους να χορεύουν στο γλέντι του γάμου τους, μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό είναι ένα υλικό, το οποίο βρέθηκε τυχαία, όσο για χρόνια ο Θωμάς Σίδερης ερευνούσε πώς άλλαξε η ζωή των ντόπιων στο κουρδικό Αφρίν. Εκείνος πρωτοπήγε το 2012, όταν κάποιος του μίλησε για τον σπουδαιότερο εν ζωή Κούρδο ποιητή, Μερβάν Μπερεκάτ. Εκείνος άρχισε να του αφηγείται για τη χαμένη γη των προγόνων του - πώς την θυμάται σαν μικρό παιδί, πώς δεν την γνώρισε ούτε κι ο ίδιος ποτέ. Οταν ο Σίδερης επέστρεψε στο Αφρίν το 2022, ακόμα περισσότερα είχαν αλλάξει: ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η γιγάντωση της ISIS, η εφιαλτική κυριαρχία του λεγόμενου ισλαμικού κράτους, και, φυσικά, η εισβολή τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων. Οι βομβαρδισμοί του 2018 ισοπέδωσαν το Αφρίν και τώρα οι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες. Ανάμεσά τους κι ο Μπερεκάτ.
«Δεν μπορώ να γράψω για την τραγωδία μας. Δεν υπάρχουν λέξεις» του είπε ο ποιητής. Κι ο Σίδερης είχε μια ιδέα: «κινηματογράφησε» του είπε. «Με ό,τι μέσο έχεις. Κι ό,τι έχεις μέσα στην καρδιά σου» Το ίδιο έκανε κι ο Ελληνας ντοκιμαντερίστας. Το υλικό τους το πρωτοείδαν και οι δύο στο μοντάζ.
Ο Μπερεκάτ χρησιμοποίησε το κινητό του και τη φωτογραφική μηχανή της κόρης του. Μπήκε στα υπόγεια καταφύγια όπου μία Κούρδη, ανάμεσα σε γέρους ανήμπορους και παιδάκια που έπαιζαν ξυπόλητα, κοσκίνιζε σ' ένα σεντόνι για να φτιάξει ψωμί και τραγουδούσε. Βγήκε στα χωράφια, όπου δυο ομάδες ακρωτηριασμένων από τους βομβαρδισμούς έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ανέβηκε στους ορόφους άδειων νοσοκομείων, με γιατρούς χωρίς εξοπλισμό να τρέχουν ηρωικά. Κατέβηκε στα σκάμματα των βομβαρδισμών, με τους γείτονες να τρέχουν με φορεία τους γείτονές τους. Εκεί σταματάς να βλέπεις τον άνθρωπο, αλλά το πόσο αίμα έχει βάψει το χώμα.
Την ωμή εικόνα του Μπερεκάτ, συμπληρώνει ο λυρισμός της αφήγησής του (σε στιγμές εξηγεί κυριολεκτικά τι παρακολουθούμε, τις περισσότερες όμως διαβάζει την ποίησή του) και φυσικά το βλέμμα του Σίδερη, με το δικό του υλικό. Ο Ελληνας ντοκιμαντερίστας, σε αυτή τη δεύτερη ταινία της τριλογίας του για την πολύπαθη περιοχή της Συρίας (με πρώτη «Τα Ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ»), καταγράφει με το δικό του τρόπο την ερημιά των τοπίων, τη νομαδική ταλαιπωρία των προσφύγων, την «κανονικότητα» των στρατιωτικών δυνάμεων παντού, το πόσο τελικά κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, όταν η μοίρα σου είναι να γεννηθείς σ' έναν τόπο που ο δυτικός κόσμος βλέπει φευγαλέα στις ειδήσεις του.
«Ο πολιτισμένος κόσμος κοιμάται ύπνο βαθύ» ακούγεται η φωνή του Μπερεκάτ να λέει, όσο εξηγεί ότι ο κουρδικός λαός πάντα εξαιρείται από ανθρωπιστικές βοήθειες. «Ενστολες συμμορίες κλέβουν τα πάντα».
Κι αυτό νομίζεις ότι θα είναι ό,τι σκληρότερο θα δεις. Λίγο όμως πριν τελειώσει η ταινία, γίνεται ο φονικός σεισμός στην Τουρκία. Δεν έγινε μόνο στην Τουρκία. Δεν είναι εύκολο να κοιτάς τι συνέβη στο ήδη λαβωμένο Αφρίν. Ακόμα πιο δύσκολο είναι αυτό που δεν υπάρχει στην οθόνη για να το κοιτάξεις: παγκόσμια θεσμική βοήθεια. Μόνοι τους και πάλι. Να ψάχνουν ανάμεσα στα αραδιασμένα πτώματα στο κεντρικό πεζούλι του χωριού, τα παιδιά τους.
Ο Σίδερης μέσα σε όλα όσα συμβαίνουν συνεχίζει να μοντάρει το «homevideo» εκείνου του γάμου. Κάτω δεξιά αναγράφεται η ημερομηνία: 06/09/1995. Πού να είναι αυτή η θλιμμένη νύφη; Πού ο χαμογελαστός γαμπρός; Ζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανέμελα χορεύουν; Ηταν ποτέ ανέμελοι;
Είναι ειρωνικό να σκεφτεί κανείς πώς έχει χρησιμοποιηθεί ο γάμος στην ιστορία του σινεμά. Eνώ θα έπρεπε να συμβολίζει μία νέα αρχή (και σε κωμωδίες, αυτό ακριβώς κάνουν), αρκετοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούσαν την εικονογραφία του, μελαγχολικά, ως σύμβολα του τέλους. Το γλέντι στο «Underground» του Κουστουρίτσα, για παράδειγμα, με τη γη να σκίζεται και να χωρίζει το γαμήλιο τραπέζι κάτω από τα πόδια τους, ήταν σαφές σχόλιο μίας Γιουγκοσλαβίας που δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ. Οικογένειες θα χωριστούν και θα γίνουν εχθροί.
Βλέποντας αυτό τον Κούρδικο γάμο, ανάμεσα στα σύγχρονα πλάνα, νιώθεις την ίδια θλίψη. Κι αυτός είναι ένας υπέροχος διάλογος που ξεκινά μέσα σου. Για αυτό και θα εμπιστευόμασταν λίγο περισσότερο λυρισμό που θα απογείωνε το αποτέλεσμα. Οχι τόσες εμβόλιμες κάρτες επεξήγησης που διακόπτουν τη ροή. Ειδικά στο τέλος, νιώθεις ότι διαβάζεις την ιστορία, ενώ θα ήθελες να τη βλέπεις (και ίσως να την ακούς). Καταλαβαίνουμε ότι ο Σίδερης δεν ήθελε τη φωνή του να μεσολαβεί. Τι δουλειά θα είχε ένας Ελληνας να σπικάρει τι συμβαίνει σε εκείνους τους ανθρώπους; Ομως σε κάτι που τείνει να ξεφύγει από το τυπικό ντοκιμαντέρ, οι αφηγηματικές κάρτες φλατάρουν την κλιμάκωση. Ισως να ήταν πολύ πιο ουσιαστικό, να μάς συνοδεύει μέχρι το τέλος η φωνή του ποιητή.