Σε μια από τις πιο καυλωτικές σκηνές που είδαμε στο σινεμά τα τελευταία χρόνια, ο Μπάρι Κέογκαν, ένας νέο-ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ που έχει εισβάλλει στο αρχοντικό/μαυσωλείο των Ελσπεθ, το θρυλικό πλέον (μετά την δημοφιλία της ταινίας) Saltburn, προκειμένου να γευτεί ερήμην και επί τούτου λίγη από την αριστοκρατική τους παράνοια, θα μπει μέσα στην μπανιέρα που πριν από λίγο έκανε μπάνιο και αυνανίστηκε ο Φέλιξ, ψηλομύτης γιος της οικογένειας, και θα γλείψει ό,τι έχει απομείνει από τα υγρά του.
Και κάπου εκεί συμπυκνώνεται και σχεδόν ολόκληρη η (κατ’ ευφημισμόν) προβληματική μιας ταινίας που επιβεβαιώνει πως η Εμεραλντ Φένελ, υπερτιμημένη άμα τη παρουσία της με το «Υποσχόμενη Νέα Γυναίκα», αποκτά με τη δεύτερη αυτή σκηνοθετική της απόπειρα το προσωπικό της στιλ: ένα μείγμα φτηνού κοινωνικού σχολιασμού που πιάνει το viral zeitgeist της στιγμής προκειμένου να ολοκληρώσει μια φαντεζί (και ναι σε στιγμές απολαυστική) καταγγελία που προκαλεί για να προκαλέσει την ίδια στιγμή που κάθε της δευτερόλεπτο καταρρέει κάτω από το αβάσταχτο (κυριολεκτικά) βάρος της κενότητάς και ανοησίας της.
Οπως και σε εκείνη την ταινία, η Φένελ φτιάχνει μια (αρχετυπική) ταινία εκδίκησης. Εκεί ήταν μια γυναίκα που αποφασίζει να εκδικηθεί τους κακοποιητές της - εν ονόματι των γυναικών του κόσμου. Τώρα ένας μη προνομιούχος που εκδικείται (ολόκληρη) την αριστοκρατική τάξη που καταδυναστεύει ταξικά και με δικαιωματισμό τις μέρες του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Φαινομενικά σε συστολή, αλλά με μια αγωνία να «ενταχθεί» ή/και να αγαπηθεί που θα τον κάνει να υπερκεράσει όλα τα ανυπέρβλητα εμπόδια της αποδοχής από την κακομαθημένη παρέα του Φέλιξ, ο Ολιβερ θα γίνει ο νέος «κολλητός» του πλουσιόπαιδου, το νέο παιχνίδι του (και του ενός και του άλλου) σε μια διαδοχή από άβολες καταστάσεις που θα καταλήξουν στον να τον καλέσει στο εξοχικό της οικογένειας του για τις διακοπές του καλοκαιριού.
Χωρίς να πρόκειται για spoiler, το «Saltburn» είναι μια προφανής διασταύρωση του «Ταλαντούχου Κύριου Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ με το «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι - και εκεί ας σταματήσει οποιαδήποτε ομοιότητα με τα δύο αυτά εμβληματικά έργα.
Η Φένελ, που υπογράφει μόνη της το σενάριο του «Saltburn», δεν έχει την παραμικρή διάθεση να δώσει στους ήρωες της και στις πράξεις τους το παραμικρό ψυχολογικό ή άλλο - οποιοδήποτε, ακόμη και υποτυπώδες - υπόβαθρο. Περιορίζοντας τους σε ήρωες ενός κακού κόμικ με σχολικές αναγωγές - οι ανάλγητοι πλούσιοι που νομίζουν ότι μπορούν να αγοράσουν τα πάντα, ο προβληματικός νέος που χρησιμοποιεί το σεξ για να εξουσιάσει τους πιο ισχυρούς από αυτόν - η Φένελ φτιάχνει ένα ινσταγκραμικό σύμπαν που το συνθέτουν μια γκροτέσκα διάθεση (που περνάει για τόλμη), η ποζεριά ενός περιοδικού μόδας (που περνάει για το γνωστό ηδονοβλεπτικό βλέμμα του απλού θεατή προς τους πανέμορφους, καλοντυμένους, διεστραμμένους πλουσίους - λίγος αν και είδωλο της εποχής μας ο Τζέικομπ Ελόρντι) και μια τελικά ηθικοπλαστική επικάλυψη (που περνάει για κοινωνική δικαιοσύνη).
Στιλιζαρισμένο τόσο ώστε να (ευτυχώς) ίπταται της πραγματικότητας, το «Saltburn» είναι η δωρεάν προβοκατόρικη εκδοχή μιας ταινίας που θα ήθελε να λειτουργήσει ως μαύρη κωμωδία ή ως μια - έστω - τραβηγμένη από τα μαλλιά σάτιρα για την αιώνια σύγκρουση των τάξεων. Δωρεάν, γιατί δεν αφήνει σκηνή που να μην τεστάρει τόσο φτηνά τον θεατή (ας αναφέρουμε μόνο τα σωματικά υγρά, κάθε είδους, ξεκινώντας και δυστυχώς όχι τελειώνοντας στο αίμα περιόδου) δίνοντας του την ικανοποίηση πως βλέπει κάτι προχωρημένο, απαγορευμένο, τολμηρό και μοντέρνο - ενώ στην πραγματικότητα αυτό που βλέπει είναι μια κενή από αίσθηση αλλά τελικά και αισθητική ιστορία, αρκούντως συντηρητική στην ουσίας της, που δεν καταλήγει πουθενά.
Καταλήγει δηλαδή, για να μην είμαστε και τελείως άδικοι, στο γεγονός πως ο Μπάρι Κέογκαν είναι ένας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) «προικισμένος» και ατρόμητος ηθοποιός (πόσο πιο σπουδαίος στα χαμηλόφωνα «Πνεύματα του Ινισέριν») που μπορεί να εκτελέσει τα πάντα, παραμένοντας η μοναδική ζωτική δύναμη μιας ταινίας που μέσα στην ηδυπάθεια και την απόλυτη σιγουριά της ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά της (wtf) «ηθικής», δεν βρίσκει λίγο χρόνο για να αναλογιστεί ότι δεν είναι τελικά ούτε (μαύρη) κωμωδία, ούτε σάτιρα, αλλά μια ταινία που «καυλώνει» με τη σειρά της, δυστυχώς ούτε με το απαλό δέρμα του Τζέικομπ Ελόρντι ή την τραχύτητα στο γυμνό κορμί του Μπάρι Κέογκαν, αλλά με τον ίδιο της τον εαυτό.
Και κυρίως συνεχίζει να αυτοερεθίζεται μέχρι και το φινάλε της, ερήμην δραματουργίας ή στοιχειώδους ενσυναίσθησης, με το γεγονός πως φυσικά προσφέρει ένα ιλουστρασιόν και απολαυστικό (με την έννοια κάθε τι φτηνού) θέαμα που δεν αφήνει περιθώρια στον θεατή να φέρει αντιρρήσεις μπερδεύοντάς τον πως επειδή απολαμβάνει (βλ. και καυλώνει) μάλλον βλέπει κάτι καλό, παρά το γεγονός ότι αφηγείται μια ιστορία για ανθρώπους που δεν την ενδιαφέρουν, σε όποια πλευρά της ζωής και της κοινωνίας και να βρίσκονται. Αρκεί, φυσικά, να μην μετακινούνται από τα σημάδια τους για να μη χαλάσει το φιλτραρισμένο ιδανικά για πολλαπλά stories στο instagram πλάνο.