Την απάνθρωπη εκμετάλλευση των ανειδίκευτων μεταναστών εργατών καταδεικνύει, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Γαλλοκαναδός Πιερ-Φιλίπ Σεβινί, κερδίζοντας το στοίχημα με την απλή, τραγική αλήθεια που εκθέτει, με το ντοκιμαντερίστικο στιλ του, με τον συναισθηματισμό του, έστω κι αν αυτός, όσο το φιλμ προχωρά, παίρνει το πάνω χέρι, μειώνοντας αντανακλαστικά την πειστικότητά του.
Η Αριάν, μια γυναίκα γύρω στα 35, έχοντας επιβιώσει από μια αποτυχημένη σχέση - ο άντρας της είναι φυλακή - επιστρέφει στη γενέτειρά της, στο σπίτι της μητέρας της και πιάνει δουλειά στο τοπικό εργοστάσιο επεξεργασίας καλαμποκιού. Οχι ως εργάτρια, αλλά ως διερμηνέας, μεσολαβήτρια μεταξύ του Καναδού διευθυντή και των ισπανόφωνων εργατών που έχουν έρθει από τη Γουατεμάλα για σεζόν. Σ' αυτό το εργοστάσιο, όλοι υπομένουν για να επιβιώσουν. Ο διευθυντής τις βρισιές του αφεντικού του, για να βγάλει τα λεφτά που χρωστάει. Η Αριάν τις υποτιμητικές σπόντες για τον άντρα της, γιατί χρειάζεται τη δουλειά. Οι εργάτες υπομένουν τα περισσότερα: ρατσιστικά σχόλια, έλεγχο από παντού, κυρίως ολοήμερες βάρδιες σε αφόρητες συνθήκες, γιατί αν διαμαρτυρηθούν, ίσως δεν τους καλέσουν και του χρόνου. Σταδιακά, η Αριάν θα πάρει το ρόλο όχι της διερμηνέως, αλλά της εκπροσώπου τους απέναντι στη διοίκηση. Πώς, όμως, να υπερασπιστεί τους ξένους, όταν είναι κι εκείνη ξένη παντού, ακόμα και για εκείνους των οποίων τη ζωή θέλει να βελτιώσει;
Με την κάμερα στο χέρι να διανύει τις ασταμάτητες αποστάσεις της βαριάς εργασίας και με κοντινά στα σώματα που δουλεύουν κι εξαντλούνται, με ρυθμό τόσο σταθερό όσο η μηχανή που ξερνάει τα φλούδια από τα καλαμπόκια, ο Σεβινί καταγράφει την ιστορία του σαν ένα επιμελημένο, ευαίσθητα στημένο, ντοκουμέντο. Κάτω από την τάξη εκρήγνυνται μικρές επαναστάσεις. Η Αριάν που θ' αντιμιλήσει. Οι εργάτες που θα ξεδώσουν με την κιθάρα και λίγες μπίρες. Ο μονίμως οργισμένος διευθυντής που ξεσπά στους απροστάτευτους εργάτες τους δικούς του φόβους. Τίποτε δεν είναι άσπρο και μαύρο, το θύμα είναι αδύναμο κι ο θύτης κακοποιημένος κι αυτός από τη ζωή. Σ' αυτές τις γκρίζες ζώνες, ο Σεβινί βγάζει τη μεγαλύτερη δύναμη της ταινίας του.
Και στο τόσο εύστοχο παιχνίδι του με τη γλώσσα: ο φραγμός της επικοινωνίας, τα ισπανικά ως γλώσσα κατώτερης τάξης ανθρώπων, άρα και η ηρωίδα του, η Αριάν, που τα μιλά ως μητρική, είναι κατώτερη κι αυτή μάλλον; Λέξεις που ίπτανται, «γυναίκα», «πονάω», ενώ η δράση βρίσκεται κάπου αλλού.
Αυτή την επιτυχημένη αφαιρετικότητα, ο Σεβινί δεν αντέχει να την κρατήσει ως το τέλος. Η κορύφωση του δράματος σου κόβει την ανάσα, όμως η κατακλείδα μοιάζει γλυκερή, υπερβολικά τακτοποιημένη μετά από μια τόσο ρεαλιστική αντάρα. Ή ίσως εκεί υπεισέρχεται ο κυνισμός, βέβαιος ότι η εκμετάλλευση της ανώνυμης εργατικής μάζας μεταναστών δεν μπορεί να έχει το happy end της, έστω κι ένα μετρίως happy.