Πιθανότατα μπορεί κανείς να διακρίνει μια αναλογία ανάμεσα στον Γκόντγουιν Μπάξτερ, τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε στο «Poor Things» και τον ίδιο τον Γιώργο Λάνθιμο, ή και κάθε δημιουργό που δίνει ζωή σε κάτι μεγαλύτερο, πιο απρόβλεπτο, δυναμικό και σπουδαίο απ΄ό,τι ίσως θα τολμούσε να ελπίσει.
Στην περίπτωση του Γκόντγουιν Μπάξτερ, αυτό είναι η Μπέλα, μια νεαρή γυναίκα, το πτώμα της οποίας διασώζει ζεστό, από τα νερά του Τάμεση όπου πήδηξε αυτοβούλως, και στο κρανίο της οποίας μεταμοσχεύει το μυαλό του αγέννητου κι ακόμη ζωντανού μωρού που κουβαλάει στην μήτρα της, πριν την ξαναφέρει στην ζωή. Στην παράδοξη έπαυλη αυτού του εκκεντρικού επιστήμονα, ο οποίος κουβαλά στο κορμί και το πρόσωπο ολοφάνερα τα σημάδια του πειραματισμού τού επίσης επιστήμονα πατέρα του, η Μπέλα θα μεγαλώσει γρήγορα, ένα μωρό στο σώμα μιας ώριμης γυναίκας και θα ανακαλύψει ότι έξω από τα κλειδωμένα παράθυρά της υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος εμπειρίες, απολαύσεις και πόνους που οφείλει να γευτεί.
Ξεκινώντας από το ίδιο της το σώμα και την απροσδόκητη χαρά που μπορεί να της προσφέρει, η Μπέλα θα ακολουθήσει στην πορεία τον σαγηνευτικό αλλά ελαφρόμυαλο δικηγόρο Ντάνκαν Γουέντερμπερν σε ένα ταξίδι που θα ξεκινήσει από την Λισαβόνα, αλλά που μέσα από ενδιάμεσους σταθμούς και διαδρομές, θα έχει κατάληξη την δική της αυτογνωσία, συνειδητοποίηση, ωρίμανση, το χτίσιμο του εαυτού της από την αρχή, ακολουθώντας όχι τους κανόνες της «πολιτισμένης κοινωνίας», αλλά μόνο αυτούς ενός θαρραλέου, μεθοδικού, ξεχωριστού μυαλού.
Και κάπως έτσι το «Poor Things» συνθέτει ίσως την πιο ιδιαίτερη, περίτεχνη και ξεχωριστή ιστορία «ενηλικίωσης» που είδαμε στο σινεμά, ένα φιλμ όχι μόνο για το πώς ο κόσμος, οι εμπειρίες, οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν μάς διαμορφώνουν, αλλά και για το πως η σχέση είναι πάντα αμφίδρομη, πως, αν τολμήσουμε έστω και λίγο, μπορούμε κι εμείς να αλλάξουμε τον κόσμο. Ή έστω τον κόσμο μας.
Την ίδια στιγμή το φιλμ είναι ένας ενδιαφέρων διαλογισμός πάνω στη σχέση του δημιουργήματος με τον δημιουργό του, μια νεωτερική ανατροπή στον μύθο του Φρανκενστάιν και μια πολιτική ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: Μια ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης, μια καυστική ματιά στις ταξικές διαφορές, την ανισότητα και τα προνόμια, ένας ύμνος στην αυτοδιάθεση και την ελευθερία, στην χαρά και στο δικαίωμα του σεξ, στα μυστήρια της αγάπης, στην επιθυμία και την εμμονή, μα κυρίως στη δυνατότητα ή και την υποχρέωση του καθενός μας κάποια στιγμή να εφεύρουμε το είναι μας από την αρχή.
Με κάποιο τρόπο η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ αποτελεί ενός είδους συνέχεια της προβληματικής του «Κυνόδοντα», το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν ο χαρακτήρας της Αγγελικής Παπούλια σε εκείνη την ταινία έβγαινε από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα της. Και αν, στην συνέχεια, έμπαινε σε ένα σύμπαν που φέρνει στο νου κάτι από τις περιπέτειες της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Με πολύ περισσότερο σεξ, αίμα, βία και απολαυστικό, ενήλικο, χιούμορ. Διότι το χιούμορ (όπως και στην «Ευνοούμενη») είναι κι εδώ καταλυτικό, σχεδόν πάντα λοξό, μα απόλυτα επιτυχημένο, κάνοντας το «Poor Things» εκτός όλων των άλλων και μια εξαιρετική κωμωδία. Από εκείνες που σε ξεβολεύουν, σε κεντρίζουν, μερικές φορές σου σφίγγουν την καρδιά όσο γελάς.
Κοιτάζοντας την μεγαλύτερη εικόνα, το οικοδόμημα του «Poor Things» δεν είναι τίποτα λιγότερο από μεγαλειώδες. Ο Τόνι ΜακΝαμάρα μεταμορφώνει το ομότιτλο, αφηγηματικά σύνθετο βιβλίο του Αλασντερ Γκρέι σε ένα εξαιρετικό σενάριο και ο Λάνθιμος με τους συνεργάτες του χτίζουν πάνω του έναν ολόκληρο κόσμο που ξεπερνά την εποχή στην οποία διαδραματίζεται και ξεχειλίζει σε μια περιοχή ξεκάθαρα κινηματογραφική. Το σύμπαν του «Poor Things», δείχνει ικανά γνώριμο ώστε να μην γίνεται αποπροσανατολιστικό, αλλά και τόσο ιδιαίτερο που είναι απλώς μοναδικό. Τα σκηνικά και τα κοστούμια προκαλούν τα μάτια σαν γοτθικά ζαχαρωτά μιας ποπ steampunk αισθητικής, η φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν παίζει ξανά, ευρηματικά με τους φακούς και τις γωνίες, η ατονική μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ υπογραμίζει όπου χρειάζεται το ανοίκειο και το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη είναι για μια ακόμη φορά σπουδαία «αόρατο». Τέλος, όλοι οι ηθοποιοί, με προεξάρχουσα την Εμα Στόουν, η οποία δίνει μια ερμηνεία που δεν μπορείς παρά να της υποκλιθείς, δίνουν στο φιλμ τα σάρκινα μέλη του που πάλλονται με ενέργεια, δύναμη, ψυχή και πάθος.
Και κάπως έτσι, ο Γιώργος Λάνθιμος παραδίδει τίποτα λιγότερο από μια ταινία που αψηφά κάθε κλασικισμό - μα που προβάλλει ως αυτοστιγμεί κλασική - που δεν υποκύπτει σε καμία προσδοκία, που δεν στηρίζεται σε δοκιμασμένες συνταγές ή βεβαιότητες. Ενα φιλμ που τελικά δεν ανήκει σε κανένα γνώριμο είδος, εκτός φυσικά, από αυτό του σπουδαίου, σημαντικού σινεμά.