Το «Νόρα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σαουδάραβα Ταουφίκ Αλζαϊντί, συνιστά μια διακριτική αλλά σημαντική καταγραφή της δύναμης της καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα σε ένα αυστηρά περιοριστικό κοινωνικό πλαίσιο. Αν και η φιλμική αφήγηση δεν απογειώνεται πάντα συναισθηματικά ή δραματουργικά, η ταινία κατορθώνει να εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για τη σχέση μεταξύ ατομικής ελευθερίας και κρατικού/κοινωνικού ελέγχου, κυρίως μέσα από μια υποβλητική ατμόσφαιρα και ερμηνείες χαμηλών τόνων αλλά βαθιάς έντασης.
Σαουδική Αραβία, δεκαετία του 1990, οπότε και η καλλιτεχνική έκφραση απαγορεύτηκε δια νόμου στη χώρα. Ο Ναντέρ, ένας νέος δάσκαλος και ένας κρυφός καλλιτέχνης, φτάνει στο χωριό και συναντά τη Νόρα, μια νεαρή γυναίκα που πυροδοτεί τη δημιουργικότητα μέσα του και τον εμπνέει να ζωγραφίσει ξανά. Με μεγάλο κίνδυνο, αναπτύσσουν μια λεπτή σύνδεση και έναν ήσυχο δεσμό. Ο Ναντέρ διαφωτίζει τη Νόρα για τον ευρύτερο κόσμο έξω από τη μικροσκοπική κοινότητά της και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να φύγει, για να βρει ένα μέρος όπου μπορεί να είναι ελεύθερη να εκφράσει τον καλλιτεχνικό της εαυτό.
Η προσέγγιση του Αλζαϊντί χαρακτηρίζεται από έναν μινιμαλισμό που υπηρετεί το θέμα του: σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Σαουδικής Αραβίας του 1990, όπου η τέχνη θεωρείται σχεδόν απαγορευμένη λέξη, ο σκηνοθέτης αποτυπώνει την καταπίεση όχι με φωνές και συγκρούσεις, αλλά με βλέμματα, παύσεις και την ακινησία του τοπίου. Η έρημος του Αλ-Ούλα, επιβλητική και απογυμνωμένη, γίνεται σχεδόν χαρακτήρας στην αφήγηση, ένα φυσικό ανάλογο της κοινωνικής σιωπής και καταστολής.
Ο Αλζαϊντί δεν προδίδει την καταγωγή του από το λογοτεχνικό και θεατρικό χώρο. Η ταινία του έχει μια σχεδόν θεατρική αυστηρότητα στον ρυθμό και στη σύσταση των πλάνων. Οι διάλογοι είναι λιγοστοί, αλλά φορτισμένοι, ενώ η κάμερά του παραμένει παρατηρητική, σχεδόν αποστασιοποιημένη, επιτρέποντας στον θεατή να εισπνεύσει την εσωτερικότητα των χαρακτήρων. Ωστόσο, αυτή η αφηγηματική αποστασιοποίηση ενίοτε λειτουργεί εις βάρος της συναισθηματικής εμπλοκής, μιας κι έτσι διατηρεί μια απόσταση από τον θεατή και δεν επιτρέπει σε πολλά σημεία τη συγκινησιακή κορύφωση που το θέμα της υπόσχεται.
Ομως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η θεματική της ακεραιότητα. Δεν προσπαθεί να προκαλέσει μέσω της πρόκλησης, δεν έχει εξάρσεις, ούτε βίαιες συγκρούσεις. Αντιθέτως, είναι μια ήρεμη κραυγή για την ανάγκη της ανθρώπινης έκφρασης και την εξανθρωπιστική δύναμη της τέχνης. Σε μια χώρα όπου ο κινηματογράφος απαγορευόταν μέχρι το 2018, η επιλογή του να αφηγηθείς μια ιστορία για τη δύναμη του σινεμά, της ζωγραφικής, της μουσικής και της ελπίδας δεν είναι απλώς καλλιτεχνική επιλογή. Είναι πράξη πολιτική και το μήνυμα περνάει με απλότητα αλλά σαφήνεια: το δικαίωμα στη φαντασία και την αυτοέκφραση είναι αδιαπραγμάτευτο. Ακόμα και μέσα σε μια κοινωνία που απαγορεύει τις εικόνες, η εικόνα επιμένει να υπάρχει.
Μέσα σε αυτή την εικόνα η Μαρία Μπαχράουι στον ρόλο της Νόρα είναι σχεδόν βουβή για μεγάλο μέρος της ταινίας, όμως η παρουσία της γεμίζει το κάδρο. Με ελάχιστες εκφράσεις και σχεδόν χωρίς δράση, αποδίδει με ακρίβεια τον εγκλωβισμό μιας νεαρής γυναίκας που τολμά να ονειρευτεί έναν διαφορετικό κόσμο, έναν κόσμο όπου η τέχνη δεν είναι ποινικό αδίκημα αλλά τρόπος ζωής. Απέναντί της, ο Γιακούμπ Αλφαρχάν στον ρόλο του Ναντέρ, πρώην καλλιτέχνης και νυν δάσκαλος σε παρακμή, λειτουργεί ως καθρέφτης του δικού της ανεκπλήρωτου πόθου. Ο Αλφαρχάν ερμηνεύει με χαμηλόφωνη αξιοπρέπεια έναν άνθρωπο που έχει παραιτηθεί από τα όνειρά του αλλά ξαναθυμάται γιατί τα είχε. Η σχέση των δύο δεν εξελίσσεται ποτέ, ευτυχώς, σε ρομάντζο αλλά σε μια σπάνια σχέση αναγνώρισης και αμοιβαίας ενδυνάμωσης.
Η «Νόρα» είναι μια σιωπηλή, στοχαστική, πολιτικά εύστοχη ταινία. Μπορεί να της λείπει η αφηγηματική ένταση και η σκηνοθετική τόλμη που θα την απογείωναν, αλλά διαθέτει μια αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια που την καθιστούν σημαντική. Η πρώτη Σαουδαραβική ταινία που συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών είναι μια μικρή νίκη για τον αραβικό κινηματογράφο. Δεν είναι αριστούργημα, αλλά είναι κάτι εξίσου σημαντικό: είναι η αρχή ενός διαλόγου που μέχρι τώρα απουσίαζε. Και αυτή η αρχή αξίζει την προσοχή μας.