Σπονδυλωτή ταινία τεσσάρων ιστοριών, μ' έναν πέμπτο «επίλογο» που δένει τη συνταγή. Κεντρική θεματική ότι... τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, παρότι θα θέλαμε πολύ να ξέρουμε τι χάνουμε.
Τέσσερις ομάδες ηρώων κερδίζουν το λαχείο: ο μπαμπάς-θύμα μιας καταπιεστικής συζύγου κι ενοχλητικών παιδιών, μια single lady με έλλειψη εμπιστοσύνης στο ανδρικό φύλο, ένα τρίο τρομοκρατών στο Παρίσι (!) και μια ομάδα νοσηλευτών σε οίκο ευγηρίας. Ολοι θα κερδίσουν πάρα πολλά εκατομμύρια και, ταυτόχρονα λες, θα χάσουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν, σε μια νομοτελειακή γκαντεμιά που θα τους καταστρέψει τη ζωή (την ηθική, την αντοχή, την υπομονή), την ώρα που θα κρυφοκοιτάξουν την ευτυχία.
Η ταινία έχει το πλεονέκτημα να στελεχώνεται από, ως επί το πλείστον άγνωστους και άγνωστες στο ελληνικό κοινό (με μικρές εξαιρέσεις τις Οντρέ Λαμί και Ανούκ Γκρινμπέργκ), ηθοποιούς με εξαιρετική φυσικότητα και εκπληκτικό κωμικό timing. Ο δικός τους ρυθμός συνδυάζεται άψογα με το ταχύτατο μοντάζ και τις αφηγήσεις-ανάσα έκπληξης και χιούμορ.
Είναι, όμως, το σενάριο που απογοητεύει, τελικά, με τη συντηρητικότητα και την αγαρμπάδα του. Με κάθε ιστορία να ξετυλίγεται λίγο πιο διδακτικά και άκομψα από την προηγούμενη, η ταινία φτάνει και στο «συνδετικό» φινάλε που, σε περίπτωση που κάποιος ή κάποια δεν το έχει καταλάβει ως εκεί, υπογραμμίζει ότι τα λεφτά δεν είναι το παν, ότι, φευ, δεν φέρνουν την ευτυχία αλλά ενδεχομένως μια καταλυτική δυστυχία, ότι σημασία έχει ν' αγαπιόμαστε και για τα άλλα δεν βαριέσαι, έχοντας, ωστόσο, περάσει από μια διαδρομή βίαιης υπερχείλισης των αισθήσεων, της λογικής και της συντηρητικής σκέψης. Αρα η μεγαλύτερη τύχη ανήκει μάλλον στην παραγωγή της ταινίας που έσπασε τα ταμεία στη Γαλλία και σίγουρα καταχάρηκε μ' αυτό.