Οι ταινίες «Kung Fu Panda» δεν κατάφεραν η αλήθεια είναι να κερδίσουν την αγάπη του κοινού που πραγματικά άξιζαν. Σίγουρα το franchise έχει ένα αρκετά μεγάλο fan base, αλλά παραμένει ίσως ένα από τα πιο υποτιμημένα της DreamWorks, που όμως ξεχείλιζαν από ψυχή και συναίσθημα περιτυλιγμένα από πανέμορφο animation, ντυμένο σε μια μαγευτική κινέζικη αισθητική, βάζοντας στο επίκεντρο ένα αξιολάτρευτο χνουδωτό, γκαφατζίδικο πάντα με χρυσή καρδιά, τον Πο, κάνοντ;aς τον έναν πραγματικά αγαπητό χαρακτήρα.
Oχτώ χρόνια μετά το «Kung Fu Panda 3», ο Πο επιστρέφει με μια νέα, ίσως τελευταία, περιπέτεια η οποία, αν και παραμένει πιστή σε όλα εκείνα που έκαναν την πρώτη τριλογία αξιολάτρευτη, όμως δεν έχει τίποτα καινούργιο να προσφέρει, τόσο στην τεχνική του animation όσο και στα μηνύματα που θέλει να περάσει, πέρα από μερικές ώρες καθαρής και απολαυστικής διασκέδασης.
Μετά από τρεις ριψοκίνδυνες περιπέτειες στις οποίες κατατρόπωσε πανίσχυρους κακούς χάρη στο απαράμιλλο θάρρος του και τις απίστευτες δεξιότητές του στις πολεμικές τέχνες, ο Πο, γνωστός ως Δράκος Πολεμιστής, καλείται από τη μοίρα να χαλαρώσει λιγάκι. Πιο συγκεκριμένα, έχει έρθει η ώρα να αναλάβει τον ρόλο του πνευματικού ηγέτη στην Κοιλάδα της Ειρήνης. Κι αυτό προκαλεί μερικά προφανή προβλήματα.
Αν και από ένα franchise που επιστρέφει από έναν λήθαργο οχτώ χρόνων θα περιμέναμε κάτι το άκρως εντυπωσιακό, ο σκηνοθέτης Μάικ Μίτσελ (ο οποίος παλιότερα μας είχε δώσει ταινίες όπως «Οι Ευχούληδες» και η «Ταινία Lego»), αρκείτε σε κάτι πιο… ταπεινό. Προσπαθεί, μεν, να τιμήσει όλη αυτή την διαδρομή 15 χρόνων του Πο ως Δράκος Πολεμιστής, ο καμβάς όμως, και στη δράση της ταινίας και στην ίδια την ιστορία της, μοιάζει να έχει κάπως μικρύνει, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα κάτι κακό.
Η ιστορία, αν και παραμένει γεμάτη από μηνύματα για την πίστη στον εαυτό σου, την ανοχή στη διαφορετικότητα, την «οικογένεια» που επιλέγεις και όχι αυτή στην οποία γεννιέσαι, δεν καταφέρνει να χτυπήσει με ακρίβεια πάνω στα αδύνατά σου σημεία και να σε κάνει να επενδύσεις σε αυτή όσο θα ήλπιζες, κι αυτό οφείλεται κυρίως στους νέους χαρακτήρες. Επικεντρώνοντας περισσότερο στην buddy κωμωδία αυτή τη φορά, η δυναμική μεταξύ των ηρώων μπορεί να βγάζει κάποια ωραία και αστεία αποτελέσματα (περισσότερο ίσως το ταξίδι των δυο πατεράδων του Πο, παρά της Ζεν και του Πο), αλλά χάνει αρκετά από το αχρείαστο exposition που περνάνε μέχρι να φτάσουν εκεί. Ακόμα και η κακιά Χαμαιλέοντας, μια από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μοιάζει ως μια χαμένη ευκαιρία μιας και δεν αξιοποιείται τόσο ώστε να γίνει μια πραγματικά σκληρή αντίπαλος για τους ήρωες της ταινίας και μόνο στο τέλος δείχνει τα δόντια της.
Τουλάχιστον το animation παραμένει υπέροχο, όχι όμως και κάτι το πρωτοποριακό, αλλά η φυσική κωμωδία, η οποία είναι ένα σημεία κατατεθέν της ταινίας, ρίχνει ακόμα δυνατές μπουνιές στα νεύρα του γέλιου. Και κάπως έτσι λειτουργεί συνολικά το «Kung Fu Panda 4», χτυπώντας κυρίως πάνω σε γνώριμα και αγαπημένα στοιχεία, μια συνταγή εξάλλου πετυχημένη που δεν χρειάζεται και πολλές αλλαγές για να μας κερδίσει πάλι, αλλά ποτέ δεν θα λέγαμε όχι σε κάτι που θα την βοηθούσε να νοστιμέψει λίγο παραπάνω μετά από τόσα χρόνια.