Στην αιώνια διαμάχη «κουραμπιέδες ή μελομακάρονα» που κυριαρχεί στην περίοδο των γιορτών, σίγουρα αυτό το άτολμο και παλιομοδίτικα συντηρητικό (στα όρια του απαράδεκτου) σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιάννη Τσιμιτσέλη με τίτλο «Κουραμπιέδες από Χιόνι» δεν βοηθάει στο να κερδίσει κάποιους παραπάνω πόντους αυτό το αγαπημένο, κατά τα άλλα, χριστουγεννιάτικο γλυκό.
Σε ένα πανέμορφο ορεινό χωριό (η ταινία είναι γυρισμένη στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου), ένας ιδιόρρυθμος ζαχαροπλάστης, ο κύριος Παναγιώτης αναγκάζεται λόγω συνθηκών να κρύψει από όλους στο σπίτι του τη μικρούλα Φανή. Γρήγορα τα δυο εγγόνια του και ένας φίλος τους ανακαλύπτουν την κρυμμένη Φανή και έτσι σχηματίζεται η συμμορία των πέντε. Τα τέσσερα παιδιά και ο κύριος Παναγιώτης ζουν μια υπέροχη περιπέτεια μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού. Πρέπει όμως πρώτα να ξεγελάσουν τους πάντες. Την κόρη του κυρίου Παναγιώτη, τον γιατρό του χωριού και γενικώς όλους τους κατοίκους της μικρής κοινωνίας. Τα εμπόδιά τους είναι άπειρα κι αφού περάσουν από χίλιες δυο ανατροπές και δοκιμασίες, θα αποκαλυφθούν και θα χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους. Θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι, εμείς τουλάχιστον, όχι. Αυτοί οι κουραμπιέδες, όπως και η συνταγή από την οποία είναι φτιαγμένοι έρχεται από ένα παρωχημένο πλέον εμπορικό ελληνικό σινεμά. Μπαγιάτικοι, άνοστοι και μέσα στα συντηρητικά, καταλήγουν, παρά τις υποσχέσεις, να σε πειράζουν βαριά στο στομάχι.
Είναι κρίμα που το σενάριο, το οποίο υπογράφουν οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου, από τη μία καταφέρνει να περάσει το μέσο όρο μιας μέσης ελληνικής κωμωδίας, από την άλλη περνάει όχι μόνο τα λάθος μηνύματα για την απώλεια (είτε αυτή πρόκειται για έναν χωρισμό γονιών ή κάποιον θάνατο), αλλά και να δείξει τελείως παλιομοδίτικες και αναχρονιστικές αντιλήψεις για την ίδια την οικογένεια.
Προσπαθώντας να προσεγγίσει την απώλεια κυρίως μέσα από την παιδική φαντασία, η ταινία χάνεται μέσα σε τελείως σουρεαλιστικές καταστάσεις που τίποτα δεν έχουν να προσφέρεουν σε μια πλοκή, η οποία άστοχα προσπαθεί να μιμηθεί κάτι από το «Stranger Things», και γίνεται, όσο προχωράει, ακόμα πιο εξωφρενική, με τους χαρακτήρες να λειτουργούν χωρίς καμία απολύτως λογική. Από την, στην ουσία, απαγωγή ενός μικρού κοριτσιού – που πέρα από μια σκηνή κανείς δεν ενδιαφέρεται να ψάξει παραπάνω – από έναν μεγαλύτερο άντρα, που παρά τις καλές προθέσεις του δείχνει τελείως λάθος, μέχρι και τα ψέματα που λέει ο ίδιος στο κορίτσι αυτό για τη μητέρα της, αλλά και στα ίδια του τα εγγόνια για τον πατέρα τους, οι καταστάσεις φτάνουν, και ίσως ξεπερνούν, τα όρια του παραλόγου. Κανείς δεν διαφωνεί στο ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται την απώλεια με έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο, αλλά τα απανωτά ψέματα και τα παραμύθια που τους λέμε για να εξομαλύνουμε την όποια κατάσταση σίγουρα δεν βοηθούν.
Πέρα από αυτό όμως η ταινία περνά και τα λάθος μηνύματα για το τι είναι οικογένεια, μιας και σύμφωνα με αυτή μια οικογένεια υφίσταται μόνο όταν υπάρχει μια μητέρα και ένας πατέρας. Ακόμα και αν η ταινία υποτίθεται πως εξελίσσεται στην δεκαετία του ’90 (οι αναφορές στον Κάρολο και στην Νταϊάνα, αλλά και τα χιλιάρικα και τα κατοστάρικα, ανάμεσα σε άλλα, προδίδουν κάτι τέτοιο), όπου υπήρχαν άλλες αντιλήψεις πάνω στο θέμα, δεν μπορούμε να δεχτούμε πως εν έτει 2023 υπάρχουν ελληνικές ταινίες ακόμα που επιμένουν στην πατροπαράδοτη μορφή οικογένειας, κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας επιδεκτικά το δάχτυλο στις μονογονεϊκές αλλά και στις οικογένειες με ομόφυλους γονείς.
Οσο για τον Γιάννη Τσιμιτσέλη (εδώ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο), σκηνοθετεί έχοντας μπει σε έναν αυτόματο πιλότο αν και πετυχαίνει κάποια ωραία πλάνα εδώ κι εκεί, στα οποία (κακά τα ψέματα) τον βοηθούν αρκετά τα ονειρικά τοπία των Ζαγοροχωριών με τα παραμυθένια σπιτάκια τους, τα καταπράσινα δάση τους και τα επιβλητικά πέτρινα γεφύρια τους και η φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη που προσπαθεί να τα στολίσει όλα αυτά και τους χαρακτήρες με ένα λαμπερό χριστουγεννιάτικο φως.
Αν κάτι δίνει μια κάποια εξιλέωση σε όλη αυτή την υπερβολική δόση ζαχάρου και την πλέον απροκάλυπτη, ακατάσχετη και άτεχνη τοποθέτηση προϊόντων που μαστίζει τα τελευταία χρόνια το ελληνικό σινεμά, είναι η μεστή, χωρίς εξάρσεις ερμηνεία του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, ο οποίος παραμένει μια στιβαρή παρουσία μέσα σε ένα καστ ηθοποιών που απλώς μεταφέρονται από τη μια σκηνή στην άλλη χωρίς καθοδήγηση.
Ας αφήσουμε εκτός την εικαστική παρέμβαση τύπου «How I Met Your Grandfather» στο φινάλε, σημασία έχει ότι η ταινία «Κουραμπιέδες από Χιόνι» δεν τρώγεται σχεδόν με τίποτα. Προτιμήστε τους κλασικούς κουραμπιέδες – περισσότερη γλύκα και ευχαρίστηση θα νιώσετε.