Ρώμη, 1946. Ο εφιάλτης του φασισμού έχει τελειώσει, όμως κανείς δεν έχει κουράγιο να πανηγυρίσει πια. Ο πόλεμος έχει αφήσει ανοιχτές πληγές - οι πόλεις κατεστραμμένες, οι άνθρωποι σε οικονομική εξαθλίωση, φτώχεια και πείνα. Εκεί συναντάμε τον Αντόνιο, έναν νεαρό (αν και η αγωνία να θρέψει την οικογένειά του τον έχει γεράσει πριν την ώρα του) σύζυγο και πατέρα που στέκεται καθημερινά απελπισμένος μέσα στα μπουλούκια και στις ουρές αναζήτησης εργασίας. Οποιασδήποτε εργασίας. Κι ένα πρωί στέκεται τυχερός: υπάρχει μία δουλειά αφισοκολλητή κινηματογραφικών πόστερ. Μόνο που απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχεις ποδήλατο. Με τη γυναίκα του ξεστρώνουν τα μοναδικά (νυφικά τους) σεντόνια, τα πουλούν και αγοράζουν ένα. Ο Αντόνιο γελά ποδηλατώντας - υπάρχει φως, υπάρχει ελπίδα. Δυστυχώς όμως, όχι για πολύ: σκαρφαλωμένος στην πρώτη κιόλας μαρκίζα για να αφισοκολλήσει την εικόνα της Ρίτα Χέιγουορθ ως «Gilda», ένας άντρας κλέβει το ποδήλατό του. Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά μία εφιαλτική Οδύσσεια. Ο Αντόνιο, συνοδευόμενος από τον μικρό του γιο που θέλει να βοηθήσει, ψάχνει στους δρόμους, τα σπίτια, τις αυλές της Ρώμης για το κλεμμένο του ποδήλατο. Την κλεμμένη του ευκαιρία για αξιοπρέπεια.

Βασισμένο σε βιβλίο του Λουίτζι Μπαρτολίνι, το σενάριο του Σεζάρε Ζαβατίνι γράφτηκε με τις επιταγές του νεορεαλισμού, ενός κινήματος που γεννήθηκε ακριβώς εκείνη τη χρονική στιγμή στην μεταπολεμική Ιταλία κι αμφισβήτησε τις υπάρχουσες κινηματογραφικές συμβάσεις του εμπορικού σινεμά. Ενα σενάριο που ακολουθούσε πειθαρχημένα κι αυστηρά την κάμερα - όχι το αντίθετο. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα πίστευε στο σινεμά της παρατήρησης, με τον κινηματογραφικό φακό ως μοναδικό αφηγητή της πλοκής, χωρίς περιττά βοηθήματα - ερασιτέχνες ηθοποιοί, αυτοσχεδιασμοί στους διαλόγους, φυσικοί φωτισμοί, πραγματικοί χρόνοι, μικρό συνεργείο. Αυτός ο ντοκιμαντερίστικος τρόπος, αυτή η εικόνα και η ηθική του «πραγματικού» επέστρεφε όλη τη βαρύτητα στον άνθρωπο και στην αναγκαιότητα να μας πει την ιστορία του.

Ο «Κλέφτης Ποδηλάτων» στέκεται ως το έμβλημα του ιταλικού νεορεαλισμού κι ως το απόλυτο masterpiece της ιστορίας του κινηματογράφου γιατί ο Ντε Σίκα, παρόλο που ακολούθησε τους κανόνες κατά γράμμα, έδωσε τέτοια ψυχή στο υλικό του, αφουγκράστηκε τόσο σωστά τις στιγμές των ηθοποιών του κι έχτισε με τέτοια μαεστρία τη συναισθηματική ένταση που το αποτέλεσμα είναι ρεαλιστικό και μαγικό ταυτόχρονα.

Ο τρόπος που ο φακός του αποτυπώνει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εργατικής τάξης της Ρώμης υπονομονεύει από την αρχή τον τίτλο της ταινίας: δεν μιλάμε για κλέφτες, αλλά για απελπισμένους ανθρώπους που παλεύουν να επιβιώσουν στιβαγμένοι ομαδικά σε κατοικίες-ερείπια, χωρίς έπιπλα, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς αύριο. Οταν ο Αντόνιο βρίσκει τον κλέφτη, οι γείτονες βγαίνουν να τον υπερασπιστούν, ένας από αυτούς κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του - όπως κι ο Αντόνιο κρατά σφιχτά το χεράκι του γιου του. Ολοι στην ίδια βάρκα θαλασσοπνίγονται, οι γραμμές ανάμεσα στο δίκιο και το άδικο εξαφανίζονται, το νόμιμο και το ηθικά σωστό διαχωρίζονται.

Ο κινηματογραφικός ρυθμός τρέχει με το χτυποκάρδι αγωνίας του ήρωα, με το αρχικό γοργοπάτημά του, τη μετέπειτα βαριά, απογοητευμένη του παραίτηση. Η σκηνοθετική αμεσότητα που αποτυπώνεται σε λιτό ασπρόμαυρο, η απλή αφηγηματική γραμμή που δεν καταφεύγει σε δραματοποιήσεις και μελοδραματισμούς, η υποκριτική που αντλεί την ζωτικότητα της από τον κοινωνικό πλαίσιο - όλα έκαναν χώρο και έδωσαν χρόνο και λόγο στα συναισθήματα και τον διάχυτο ουμανισμό. Σε μία βαθιά πολιτική, όσο και ψυχολογική ανάγνωση της ιστορίας και της Ιστορίας. Το ψέμα της μυθοπλασίας παραχώρησε τη θέση του στην αλήθεια της πραγματικής ζωής.

Ο Ντε Σίκα πόνταρε και κέρδισε: εστίασε στο εκφραστικό πρόσωπο και το καθηλωτικό βλέμμα του πρωταγωνιστή του - ο Λαμπέρτο Ματζιοράνι παίζει ουσιαστικά τον εαυτό του, μοιάζει να στέκεται στα κάδρα ως εκπρόσωπος της απελπισμένης γενιάς του, με την απόγνωση στο πέτο, την μελαγχολία σε κάθε του κίνηση. Πρωταγωνίστριά και η ίδια η Ρώμη - μέσα από τα κουρέλια και τα τραύματά της, με τρόπο που κανείς δεν είχε τολμήσει να τη δείξει στην μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνιστικό και το βλέμμα του μικρού παιδιού, που κοιτά τον ήρωά του, τον πατέρα του, με κατανόηση και αμείωτο δέος. Γίγαντας στα μάτια του - τόσο όταν τον κερνά μια μακαρανόδα (πόσο καίριο εύρημα, πόσο μία στιγμή που θα έπρεπε να είναι δικαίωμα γίνεται πολυτέλεια) όσο κι όταν τον βλέπει να εξευτελίζεται από το εκδικητικό πλήθος.

Αυτό το παιδικό χεράκι που τεντώνεται και αρπάζει με πίστη, υποστήριξη και σεβασμό το ανδρικό, είναι η πιο πολιτική κίνηση και δήλωση του έργου του Ντε Σίκα. Δεν έχει χαθεί η ελπίδα όσο τα μικρά παιδιά ξέρουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στη φτώχεια και την πραγματική αξία, όταν συνεχίζουν να πιστεύουν στην τιμιότητα μέσα στην ταξική κλεψιά. Μεγάλο λάθος ο ελληνικός τίτλος που περιόρισε σε ενικό αριθμό τον κλέφτη. Γιατί, εν δυνάμει, κλέφτες είμαστε όλοι μας.