Πώς το χάος είναι τελικά ταυτόσημο με την τάξη και την ισορροπία, δυο πλευρές αλληλένδετες στη φύση και, μέσα της, στην κοινωνία των ανθρώπων και, ειδικά, στην ιταλική ιστορία.
Αυτό περίπου θέλουν να διατυπώσουν, με το πάντα λιτό, συχνά μπαρόκ, εύγλωττο και ρομαντικό σινεμά τους, οι αδελφοί Ταβιάνι το 1984, εμπνεόμενοι από ιστορίες του Λουίτζι Πιραντέλο. Το αποτέλεσμα, μια σπονδυλωτή ταινία με τέσσερις ιστορίες κι έναν απολαυστικό επίλογο, ένα φιλμ που δεν πολεμά ο χρόνος γιατί τρέφεται από τον χρόνο.
Τόπος η Σικελία, χρόνος οι αρχές του προηγούμενου αιώνα, ύφος ένας ιταλικός νεορεαλισμός μπολιασμένος με βασικά χρώματα. Στην πρώτη ιστορία, «Ο αλλος γιος», μια μάνα, αγρότισσα, φτωχή, όπως όλοι οι ήρωες της ταξικά ευαίσθητης ταινίας, πονάει για τους δυο γιους της που έφυγαν μετανάστες στην Αμερική. Στον αγώνα της να βρει τρόπο να τους στείλει ένα μήνυμα, την παρακολουθεί και τη συντρέχει σιωπηλά ο άλλος γιος, ο τρίτος, εκείνος για τον οποίο η καρδιά της μάνας δεν χτυπά αρκετά δυνατά.
Στη δεύτερη ιστορία, μια νιόπαντρη νύφη, η Σιντόρα, ανακαλύπτει μια άλλη πλευρά του συζύγου της: στην πρώτη πανσέληνο που θα ζήσουν μαζί, εκείνος γίνεται λυκάνθρωπος, γεμάτος αγωνία και τύψεις για την ακούσια μεταμόρφωσή του. Αμαρτίες γονέων και κοινωνικές επιβολές αναπτύσσονται και σχολιάζονται ψιθυριστά, όσο ο καημένος ο Μπατα ουρλιάζει στο φεγγάρι.Στην τρίτη, το «Δοχείο», ένας γαιοκτήμονας βγάζει τόσο καλή σοδειά από τις ελιές του και τόσο πολύ λάδι, που για να το φυλάξει παραγγέλνει ένα τεράστιο πήλινο δοχείο που καταλαμβάνει ολόκληρη την αυλή του και γίνεται, αυτό, το πολυτιμότερο απόκτημά του. Οταν, όμως, το δοχείο σπάσει, ο άνθρωπος που θα το επισκευάσει θα παγιδευτεί μέσα του. Στην τέταρτη ιστορία ένας δυνάστης απαγορεύει στους δουλοπάροικούς του να θάψουν τους νεκρούς τους, ενώ στην πέμπτη, τον επίλογο - εξομολόγηση του Πιραντέλο ή των Ταβιάνι ή, ακόμη-ακόμη, των θεατών, ο Πιραντέλο βρίσκει αποκούμπι της θλίψης του στο φάντασμα της νεκρής αλλά πάντα τρυφερής μητέρας του.
Οι πέντε μικρές ταινίες συντίθενται σε μια ανεπανάληπτη εικόνα της άνυδρης, σιωπηλής, σκληρής Σικελίας, με λαμπερά, υπερφωτισμένα από ήλιο εξωτερικά και σκοτεινά, γεμάτα μυστήριο και φόβο, εσωτερικά. Η αλληγορία, οι λαϊκοί μύθοι, οι θρύλοι του φανταστικού, το παιχνιδιάρικο, σκαμπρόζικο και μελαγχολικό μαζί, χιούμορ, ενώνουν τα μέρη σ' ένα σύνολο παραμυθένιο και μαζί τόσο εύστοχο στον υπαρξιακό και στον κοινωνικό σχολιασμό του, φέρνοντας το χάος σε τάξη, τη ζωή σε γαλήνη, το θάνατο επίσης.
Με μια χρήση του συμβολισμού και μια λυρικότητα μεγαλύτερα απ' όσο σηκώνει η κουρασμένη εποχή μας. Και γι' αυτό σημαντικά, εργαλεία πνευματικής ανάτασης και ψυχικής (και κινηματογραφικής) ομορφιάς.