Μια ελαφρώς απλουστευμένη, ιλουστρασιόν, πιο ανώδυνη και προσιτή εκδοχή του «The Philadelphia Story» είναι το «High Society», όμως πώς μπορούμε να μιλάμε για «ευκολίες» όταν το σύνολο της δημιουργίας της συγκεντρώνει όχι μόνο απόλαυση, αλλά και μεγάλα κεφάλαια κινηματογραφικής, μουσικής και ποπ Ιστορίας.

Το θεατρικό έργο του Φίλιπ Μπάρι του 1939, «The Philadelphia Story», διασκεύασε για το σινεμά ο Τζορτζ Κιούκορ το 1940, με σπιρτόζικη διάθεση και λεπτή κριτική για την ταξική ανισότητα και, φυσικά, αυτή μεταξύ των δύο φύλων: αυτή ήταν η ταινία που χάρισε στον κοινό κάποιες από τις ωραιότερες, αιχμηρότερες ερμηνείες τόσο της Κάθριν Χέπμπορν (πρωταγωνίστριας, άλλωστε, και στο θεατρικό), του Κάρι Γκραντ και του Τζέιμς Στιούαρτ που τιμήθηκε με Οσκαρ. Τη σκρούμπολ κωμωδία του '40 μεταφέρουν ο Τσαρλς Γουόλτερς στη σκηνοθεσία και ο Τζον Πάτρικ στο σενάριο, μία δεκαετία και κάτι μετά, αντικατοπτρίζοντας αυτή τη φορά όχι μόνο την ικανότητα του Χόλιγουντ να δημιουργήσει τα τελειότερα παραμύθια, αλλά και το πείσμα αισιοδοξίας της μεταπολεμικής εποχής στην Αμερική.

Η ιστορία θέλει την Τρέισι Σαμάνθα Λορντ΄(Γκρέις Κέλι), νεαρή socialite στο Ρόουντ Αϊλαντ να ετοιμάζεται να παντρευτεί. Για δεύτερη φορά, έχοντας πάρει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο, τον ΣιΚέι Ντέξτερ Χέιβεν (Μπινγκ Κρόσμπι), μουσικό της τζαζ που όχι μόνο μένει ακριβώς δίπλα της, αλλά και φιλοξενεί μέρος του τοπικού τζαζ φεστιβάλ του Νιούπορτ. Μετά από έναν ύπουλο εκβιασμό, δυο δημοσιογράφοι του κουτσομπολίστικου Spy γίνονται δεκτοί στην έπαυλη για να κάνουν το ρεπορτάζ του γάμου: ο δαιμόνιος Μάικ Κόνορ (Φρανκ Σινάτρα) και η πραγματίστρια φωτογράφος Λιζ Ιμπρεϊ (η Σελέστ Χολμ που ενδέχεται να προσφέρει και την πιο σημαντική, επίκαιρη, υπέροχη ερμηνεία και ρόλο). Φυσικά τίποτα δεν θα εξελιχθεί σύμφωνα με το πλάνο της Σαμ κι εκείνη θα βρει τις αφορμές και τους λόγους να κοιτάξει τον εαυτό της κατάμματα και ν' αλλάξει τροχιά.

Εναν απίθανο συνδυασμό ταλέντου, ονομάτων, τραγουδιών και κουτσομπολιών συγκεντρώνει το «High Society». Κατ' αρχάς, την παρουσία του Λούις Αρμστρονγκ που, μάλιστα, ανοίγει την ταινία, αποκτώντας ρόλο και παίζοντας απλόχερα με την περσόνα του. Επειτα τον συνδυασμό του κρούνερ Μπινγκ Κρόσμπι με τον ατίθασο Φρανκ Σινάτρα στα ίδια κάδρα. Τη μουσική (και τους στίχους) του Κόουλ Πόρτερ, με τραγούδια που έμειναν κλασικά, σαν το True Love. Την Γκρέις Κέλι στον τελευταίο της κινηματογραφικό ρόλο, πριν παντρευτεί τον Ρενιέ του Μονακό και γίνει η πριγκίπισσα του παραμυθιού: μάλιστα, το δαχτυλίδι αρραβώνων της στην ταινία, είναι εκείνο που πράγματι της προσέφερε ο Ρενιέ, σ' ένα ενσταντανέ συναρπαστικού αμερικανικού μάρκετινγκ.

Τυλιγμένη σε μια μπέρτα απαστράπτοντος τεκνικολόρ, αυτή η ρομαντική κομεντί, λιγότερο συνειδητοποιημένη και κριτική από την προκάτοχό της, κινούμενη σε μια σφαίρα... αληθινής high society του θεάματος και γυρισμένη στο πραγματικό Ρόουντ Αϊλαντ του πλούτου, των επαύλεων και του θερινού ennui, διατηρεί τη γοητεία της αμείωτη. Διασκεδαστική, εξοργιστικά όμορφη, ένα ελαφρύ γλύκισμα με το βάρος μιας θρυλικής κινηματογραφικής εποχής.