Συνέντευξη

Μπέλα Ταρ: Τίτλοι Τέλους

of 10

Λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο, στην εκπνοή της τριήμερης επίσκεψής του στην Αθήνα, ο μεγάλος Ούγγρος σκηνοθέτης μίλησε στην κάμερα του Flix για το τέλος - την ολοκλήρωση του έργου του. Mία συζήτηση κινηματογραφική, φιλοσοφική, πολιτική, ανθρώπινη. Οπως ακριβώς και το σινεμά του.

Μπέλα Ταρ: Τίτλοι Τέλους

«Ο σκηνοθέτης που νιώθει ότι δεν έχει τίποτα άλλο να πει, είναι σαν τον αμαξά χωρίς άλογο. Πρέπει να αποδεχτεί ότι δεν μπορεί να δουλέψει πλέον. Πρέπει να σωπάσει. Ηρθε το τέλος...»

Υπάρχει αποδοχή κι όχι απαισιοδοξία στο οστεώδες πρόσωπο και το νευρικό του βλέμμα, όταν ο Μπέλα Ταρ μιλάει για όσα τελειώνουν. Μοιάζει να έχει συμβιβαστεί με τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, δεν αντιστέκεται, δεν θυμώνει, δεν την αναιρεί. Ούτε η αποχώρησή του από τη σκηνοθεσία δηλώνει παραίτηση. Αλλά δεν είναι στο ταμπεραμέντο του να διαφημίσει το επόμενό του βήμα. Δεν είναι δυτικός πωλητής ιδεών για να τις αναδιπλώσει σε μία συνέντευξη, να πουλήσει το μέλλον στο κοινό του. Περισσότερο διασκεδάζει με τη δική μας αγωνία να καταλάβουμε πώς ένας άνθρωπος του δικού του πνεύματος, στα 56 του χρόνια τραβάει την πρίζα στη δημιουργικότητά του, κλείνει το διακόπτη, ρίχνει τίτλους τέλους.

«Ξέρετε, είμαι πάρα πολλά χρόνια κινηματογραφιστής. Ξεκίνησα στα 22 μου την πρώτη μου ταινία. Ή μάλλον, ξεκίνησα στα 13 μου, όταν ο πατέρας μου μού έκανε δώρο μία κάμερα 8mm. Πάντα είχα πάθος για το σινεμά. Κι ακόμα έχω. Επί 34 χρόνια προσπαθούσα να σκάβω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου, να προχωρώ σε άλλα επίπεδα τις ταινίες μου. Σήμερα επιτρέψτε μου να νιώθω ότι... έφτασα. Δεν έχει άλλο. Ή εγώ δεν έχω άλλες δυνατότητες να πάω βαθύτερα. »

Η αποχώρηση από τα πράγματα μοιάζει ευγενής πράξη, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τον συνήθη υπέρμετρο ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Αλλά μήπως και λίγο εγωιστική; Πώς ένας ανατολικός σκηνοθέτης, παγκόσμιας ευαισθησίας και σοσιαλιστικής κοινωνικής συνείδησης παρατάει το κοινό του; Ο δημιουργός που από τη δεκαετία του '70 παρατηρεί και καταγράφει τον άνθρωπο μέσα στη βαθιά μοναξιά των κοινωνιών του, στην προσωπική του απόγνωση και το καθημερινό του «Κολαστήριο», δεν έχει καταλάβει ότι το σινεμά λειτουργεί ως τρόπος να πετύχεις εσωτερική «αρμονία», ως διέξοδος από την κοινωνική αλλοτρίωση, ως απαραίτητος διάλογος ; Ως μέσο, αν όχι να αλλάξουμε, αλλά τουλάχιστον να επιβιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο;

«Οχι, δεν πιστεύω ότι το σινεμά έχει αυτή τη δύναμη. Είναι, απλά, η έβδομη τέχνη. Είναι μια τέχνη. Οπως η μουσική ή η ζωγραφική. Τι νιώθεις όταν βλέπεις έναν πίνακα, ή ακούς ένα μουσικό κομμάτι; Σου σώζει τη ζωή; Οχι....»

Σταματά. Κοιτάει έξω από το παράθυρο. Μετανιώνει. «Βέβαια, το μεγαλείο ενός γλυπτού, ενός πίνακα του Μικελάντζελο σώζει την αξιοπρέπειά σου. Η τέχνη μάς κάνει να κοιτάμε ψηλά. Να συγκινούμαστε. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.»

Το βλέμμα του γίνεται ξανά πονηρό. Χαμογελάει. «Αλλά όχι, δεν επιβιώνουμε στον κόσμο λόγω της τέχνης. Ούτε ξέρω πώς επιβιώνουμε. Ισως θα ήταν καλύτερα να μην επιβιώνουμε καθόλου...»

Δεν είναι πεσιμιστής, ούτε αυτοκτονικός όσο κι αν όλα αυτά ακούγονται σκοτεινά. Είναι θυμωμένος με τις κοινωνίες. Με τις δομές, τους επιφανειακούς στόχους του ανθρώπου. Τον ενοχλεί η μοναξιά που παρατηρεί γύρω του. «Πώς τα έχουμε καταφέρει έτσι; Είναι αφύσικο! Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος – αυτές θα έπρεπε να είναι οι μοναδικές στιγμές μοναξιάς του. Ενδιάμεσα όμως, ό,τι ζει, ό,τι αισθάνεται, ό,τι ονειρεύεται θα έπρεπε να έχει μάθει να το μοιράζεται. Ακόμα όμως ζούμε εγωιστικά – φοβισμένοι, κρυμμένοι στο καβούκι μας. Δεν καταλαβαίνω τι έχει συμβεί. Πώς το έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας...»

Μην μας αφήνετε κι εσείς τότε μόνους, κύριε Ταρ. Πολλοί σκηνοθέτες επαναλαμβάνονται. Υπάρχει μάλιστα το επιχείρημα ότι όλοι οι σκηνοθέτες ουσιαστικά γυρίζουν, ξανά και ξανά, την ίδια ταινία.

«Κάθε φορά γυρίζεις την ίδια ταινία, ναι, μπορεί να είναι κι έτσι. Αλλά κάθε φορά οφείλεις να την εξελίξεις. Οχι να προσθέσεις πράγματα, ακριβώς το αντίθετο. Αρχικά ξεκινάς φλύαρα, μετά όλο και φιλτράρεις, πετάς τα περιττά, κι αν είσαι τυχερός καταλήγεις με την πιο αγνή μορφή τέχνης. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σταματήσεις. Το έργο σου ολοκληρώθηκε. Είσαι λίγο πριν το μαύρο, το fade out...»