Συνέντευξη

«Το πιο σκληρό είναι να κάνεις επιλογές». H Μισέλ Βάλεϊ μιλάει στο Flix

of 10

Η Λούλα του «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου, που στις 27 Φεβρουαρίου έρχεται στις αίθουσες, μοιράζεται κινηματογραφικές εικόνες και μια αυστηρή τρυφερότητα.

«Το πιο σκληρό είναι να κάνεις επιλογές». H Μισέλ Βάλεϊ μιλάει στο Flix

Η Μισέλ Βάλεϊ είναι ένας θρύλος στην Ελλάδα. Η καλλιτέχνης που έφυγε από την Ελβετία κι από το Παρίσι για να εγκατασταθεί εδώ, να μείνει και να μην παραστρατήσει ποτέ από αυτό που θέλει να είναι η εικόνα της, μπορεί να είναι ακριβοθώρητη, αλλά είναι και τόσο γενναιόδωρη με τις ερμηνείες της.

Από την «Πρωινή Περίπολο» του Νίκου Νικολαΐδη, και το γόνιμο σύμπαν του με το οποίο ταυτίστηκε, ως σήμερα, που η ταινία κλείνει τα 40 χρόνια της, η Βάλεϊ διανύει, όπως μας λέει, ένα τόξο, φτάνοντας στη «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου που θα προβάλλεται από την Πέμπτη, 27 Φεβρουαρίου, αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων. Δυο ηρωίδες που μοιάζουν να μην ξέρουν ποιες, πού και γιατί είναι, μια ηθοποιός που μάς έχει μάθει τόσα πολλά - με πρώτο και κύριο το πώς να κάνεις δύσκολες επιλογές.

Ευγενική, επαγγελματίας, με την υπέροχη αυτή φωνή, τα εξαιρετικά ελληνικά, τη μορφή που μοιάζει πάντα να την έχει φυσήξει λίγο ο άνεμος, με μια ροπή στο διαφορετικό, το ειλικρινές, το δύσκολο, αλλά κι ένα dry χιούμορ τόσο λαμπερό, η Μισέλ Βάλεϊ μίλησε στο Flix για πολλά πράγματα, αλλά πρώτα και κύρια για τη «Λούλα LeBlanc»: Γιατί αυτό είναι το πιο σημαντικό, η στήριξή της σε μια θαυμάσια ταινία που σε λίγες μέρες θ' αναμετρηθεί με τις επιλογές (πάλι) του κοινού. Ολα τ' άλλα είναι υπέροχα λόγια. Διαβάστε παρακάτω.

Η ταινία «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου θα προβάλλεται από την Πέμπτη, 27 Φεβρουαρίου, απόκλειστικά στο Cinobo Πατησίων. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ


26 Σεπτεμβρίου 1999. Ο Αλέκος είναι νεκρός. Η έφηβη εγγονή του, η Μαργαρίτα, αρνείται πεισματικά να πάει στην κηδεία και εκμεταλλεύεται την απουσία των γονιών της για να οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο σπίτι.
Τρεις μέρες νωρίτερα, χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για το τελευταίο του βράδυ, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων με αφορμή τα γενέθλια της Λούλας, του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.


Λούλα LeBlanc

Παίζετε τον εμβληματικό ρόλο τής Λούλας στην ταινία του Στέργιου Πάσχου, ενός σκηνοθέτη στη μόλις τρίτη ταινία του. Υπήρξατε πάντα πρόθυμη να εμπιστευτείτε τους νέους δημιουργούς;

Θα το έθετα ανάποδα μάλλον. Οταν κάποιος σε προσεγγίζει για να δουλέψεις μαζί του έχει κάποιο λόγο. Δεν ανήκω σε κάποιο δίκτυο παραγωγής ή τηλεόρασης, ούτε είμαι ευρέως αναγνωρίσιμη, παρά για κάποιο πολύ συγκεκριμένο, πολύ μικρό κοινό. Αρα, ο λόγος δεν θα ήταν εξωγενής, θα ήταν σχετικός με κάτι δικό του, προσωπικό. Εκείνος έρχεται, δεν πάω εγώ στον νέο, ή στον όχι νέο, ή στον όχι τόσο νέο, δεν ξεχωρίζω τους νέους από τους μεγαλύτερους δημιουργούς. Για να με σκεφτεί, θα υπάρχει κάποιος λόγος. Ξέρω πολύ καλά, από ένστικτο, ότι κάποιοι με σκέφτονται ως τελευταία λύση, γιατί δεν έχουν βρει καμία άλλη ηθοποιό που θα κάνει αυτό που έχουν οραματιστεί, αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές. Ομως όχι σ’ αυτή την περίπτωση. Και το ότι κάποιος με σκέφτεται, μου προτείνει μια συνεργασία, κατ’ αρχάς απαιτεί σεβασμό από 'μένα, γιατί σημαίνει ότι μέσα στη δημιουργικότητά του έχει ταυτίσει αυτό το πρόσωπο με μια εικόνα που έχει για μένα. Από εκεί και πέρα πρέπει να δούμε αν είναι εφικτό να συνυπάρξουν οι εικόνες της ιδέας του και η πραγματικότητα η δική μου.

Ως ξένη σ’ αυτή τη χώρα, εδώ, ως ξένη στο επάγγελμα κατά κάποιο τρόπο λόγω της γλώσσας, η μνήμη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Και ίσως αυτό είναι ταυτισμένο μ’ εμένα, με την προσωπική μου ιστορία, το βρίσκω συνέχεια μπροστά μου, ξανά και ξανά.»

Οταν περνάς σε αυτό το δεύτερο στάδιο, πρέπει να το δεις δυο φορές. Δεν λες απλώς ναι ή όχι. Τον Στέργιο, βέβαια, τον ήξερα από τα χρόνια του Νικολαΐδη γιατί είχαμε μια πολύ αρνητική εμπλοκή μετά τον θάνατο του Νίκου για κάποιο μελλοντικό πρότζεκτ. Η αλήθεια είναι πως με αναστάτωσε, ούτε που ήθελα να τον ακούσω όταν με πήρε τηλέφωνο, αλλά σε επίπεδο προσωπικά συναισθηματικό και καθόλου ουσιαστικά πραγματικό. Ομως είχε τον τρόπο του να επιμένει ευγενικά, ξεπέρασα τον θυμό μου και συναντηθήκαμε.

Η ταινία εξερευνά θέματα μνήμης, ταυτότητας και, ίσως, μιας αίσθησης στοιχειώματος. Ηταν κάποια από αυτά τα στοιχεία που σας τράβηξαν στο ρόλο της Λούλας;

Το θέμα της μνήμης υπάρχει από την «Πρωινή Περίπολο» και κάνει ένα τόξο, μια γέφυρα πάνω στα σαράντα χρόνια της ταινίας αυτής που συμπληρώνονται σε λίγο. Στην «Πρωινή Περίπολο» από την αρχή η ηρωίδα δεν θυμάται τίποτα, δεν ξέρει τι έχει γίνει, δεν ξέρει από πού έρχεται, δεν ξέρει πού βρίσκεται, δεν ξέρει ποια είναι και εγώ η ίδια δεν ξέρω κατά πόσο αυτό μ’ έχει επηρεάσει στη ζωή μου… Θα έλεγα ότι μάλλον εγώ, απλώς, αυτή είμαι. Ως ξένη σ’ αυτή τη χώρα, εδώ, ως ξένη στο επάγγελμα κατά κάποιο τρόπο λόγω της γλώσσας, η μνήμη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Και ίσως αυτό είναι ταυτισμένο μ’ εμένα, με την προσωπική μου ιστορία, το βρίσκω συνέχεια μπροστά μου, ξανά και ξανά. Είναι η τρίτη φορά που υποδύομαι χαρακτήρα με άνοια τα τελευταία πέντε χρόνια. Μάλλον κάτι κουβαλάω που, προφανώς, δημιουργεί αυτή την κατάσταση πραγμάτων, κάτι που δεν με ενδιαφέρει και πολύ να μάθω το γιατί. Αλλά δεν μ’ ενοχλεί αυτό, ό,τι κι αν είναι.

Λούλα LeBlanc Θανάσης Παπαγεωργίου

Δεν μπορεί να αισθάνεστε ακόμα ξένη…

Κι όμως! Το παν είναι η γλώσσα. Εχω προσπαθήσει πάρα πολύ να μιλήσω όσο το δυνατόν καλύτερα ελληνικά, με βοηθά ότι έχω γύρω μου ανθρώπους καλλιεργημένους που χρησιμοποιούν ένα πλούσιο λεξιλόγιο. Δεν έχω κάνει μαθήματα και με το χρόνο καταλαβαίνω ότι αυτό ίσως ήταν λάθος μου, αλλά τα έχω μάθει όλα με το αυτί. Είναι σαν μουσική, όταν μιλάω ξέρω πολύ καλά πότε κάνω λάθος, αλλά δεν ξέρω γιατί, το νιώθω μόνο εμπειρικά, δεν έχω κάνει ούτε μία ώρα μάθημα γι’ αυτή τη γλώσσα τη μαγική. Ηταν μια πρόκληση για μένα τα ελληνικά, ένα στοίχημα, και αυτό πάλι έγινε για την «Πρωινή Περίπολο» και μου άλλαξε τη ζωή. Κάποιες φορές ακούω τον εαυτό μου να ξανακυλάει λίγο πίσω, ξαφνικά μιλάω λίγο χειρότερα, με μια προφορά, ίσως από κούραση ή από ανασφάλεια.

Ο Στέργιος, για παράδειγμα, είναι εκ φύσεως σκηνοθέτης κι αυτό το καλλιεργεί μ’ έναν ωραίο τρόπο και βεβαίως θα του άξιζε, ίσως, κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω… αλλά πώς να γίνει αυτό με τα ελάχιστα;»

Αλλά δεν έχετε αλλάξει γνώμη για την επιλογή σας να μείνετε στην Ελλάδα;

Το πιο σκληρό είναι να κάνεις επιλογές. Το ότι έμεινα εδώ έχει τις συνέπειές του. Το ελληνικό σινεμά δεν μπορεί εύκολα να εξελιχθεί μέσα σ’ έναν αγγλοκρατούμενο από την άποψη της γλώσσας διεθνή χώρο. Φαντάσου στη «Λούλα» να θέλει κάποιος να πάρει τη σκηνή διαλόγου μεταξύ των δυο φίλων στο αυτοκίνητο και να την κάνει στα αγγλικά, ή στα γαλλικά. Πώς να την κάνει; Κατ’ αρχάς, όλα όσα λέγονται έχουν αναφορά στην Ελλάδα. Αν δεν ξέρεις την Ελλάδα δεν μπορείς να γελάσεις, ούτε να κλάψεις, ούτε να χαρείς. Τι να κάνουμε μ’ αυτές τις ταινίες; Να τις πάμε πού; Ο Στέργιος, για παράδειγμα, είναι εκ φύσεως σκηνοθέτης κι αυτό το καλλιεργεί μ’ έναν ωραίο τρόπο και βεβαίως θα του άξιζε, ίσως, κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω… αλλά πώς να γίνει αυτό με τα ελάχιστα;

Εξω υπάρχει η «μόδα» να μιλάμε για παγκόσμια θέματα κι ο καθένας κάνει κάτι σχετικά με κάποιο απ’ αυτά τα ζητήματα, για να είναι μέσα στο γίγνεσθαι. Εδώ υπάρχει αυτή η ιστορία της γλώσσας, της μουσικής, της εικόνας και της νοοτροπίας της ζωής, τα οποία δεν μεταφέρονται σε άλλη γλώσσα. Δεν γίνεται. Και βεβαίως μπορεί να είναι δύσκολο για τους κινηματογραφιστές, αλλά είναι και πάρα πολύ ωραίο. Αυτό που κάνει το ελληνικό σινεμά σημαντικό για μένα, είναι αυτό το ιδίωμα, ο τρόπος που καταφέρνει να επιβιώσει…αυτό είναι φανταστικό. Και ο τρόπος που εξελίσσεται χωρίς να χάνεται. Αλλά μάλλον αυτό δεν είναι μάχιμο, δεν εξάγεται. Κάποιες φορές μου λένε, εσύ αν είχες γυρίσει στο Παρίσι θα μπορούσες και θα έκανες… Αλλά εγώ έκανα την επιλογή μου και την κρατάω με νύχια και με δόντια. Μου έχει στοιχίσει πολύ, γιατί δεν είμαι Ελληνίδα, άρα έχω επιλέξει μεν την Ελλάδα, χωρίς όμως να έχω τα προνόμια και την υποστήριξη του κυκλώματος των γνωριμιών, των παιδικών φίλων, της οικογένειας, είμαι πάντα απ’ έξω. Μ’ αρέσει αυτή η μάχη, αυτή η θέση που μου δόθηκε, ή που την πήρα, ή τη συντήρησα κατά κάποιον τρόπο. Δεν είναι εύκολο γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν βάζει νερό στο κρασί του. Δεν είναι πολύ ωραίο να φτάνεις τα 60 και να λούζεσαι με το Palmolive για τα πιάτα γιατί δεν έχεις να πάρεις σαμπουάν, δεν είναι πάρα πολύ ευχάριστο, αλλά τουλάχιστον ξέρεις γιατί το κάνεις. Βλέπω τη νεότερη γενιά που προσπαθεί να τα κάνει όλα - εγώ δεν θα μπορούσα να έχω αυτή τη δύναμη – να δουλεύεις ως ηθοποιός, να έχεις παιδιά, οικογένεια και σπίτι και τα πάντα και να τρέχεις το πρωί να κάνεις γυρίσματα για το σίριαλ και το απόγευμα να κάνεις πρόβες για το επόμενο έργο και το βράδυ να παίζεις στο θέατρο. Το θαυμάζω αυτό, θα μου ήταν απολύτως αδύνατο.

Μ’ αρέσει αυτή η μάχη, αυτή η θέση που μου δόθηκε, ή που την πήρα, ή τη συντήρησα κατά κάποιον τρόπο. Δεν είναι εύκολο γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν βάζει νερό στο κρασί του. Δεν είναι πολύ ωραίο να φτάνεις τα 60 και να λούζεσαι με το Palmolive για τα πιάτα γιατί δεν έχεις να πάρεις σαμπουάν, δεν είναι πάρα πολύ ευχάριστο, αλλά τουλάχιστον ξέρεις γιατί το κάνεις.»

Ομως κι εσείς είχατε μια προσωπική ζωή, ένα παιδί, κάπως τα προστατεύσατε αυτά.

Ναι, αλλά στην αρχή δεν δούλευα, έκανα ένα πράγμα τη φορά. Είναι αυτό που έλεγα πριν, το πιο σκληρό είναι να κάνεις επιλογές. Πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδί, τι μπορείς να του δώσεις, πόσο κοντά του θα μπορείς να είσαι, τι θεωρείς σημαντικό στη ζωή; Κι εγώ θα ήθελα να είχα κάνει πολλά πράγματα, ιδανικά. Μπορεί ξαφνικά να βρεθείς σε μια δύσκολη στιγμή, βρίσκεις όμως μία λύση. Αυτό το υποστηρίζω πάντα, πάρα πολύ: υπάρχει πάντα μία λύση. Πάντα. Αν ήθελα να έχω μεταφέρει κάτι στον νεαρό άνδρα που κάποτε ήταν το παιδί μου, θα ήταν αυτό, υπάρχει πάντα μία λύση, απλώς πρέπει να μη χαθείς, πρέπει να κρατιέσαι από αυτά που πιστεύεις. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η δική μας γενιά έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα, αυτά τα φοβερά 70 χρόνια που ζήσαμε χωρίς πόλεμο στην Ευρώπη, γιατί μας έδωσαν αυτή τη δυνατότητα της επιλογής.

Λούλα LeBlanc Δανάη Νίλσεν

Η παρουσία σας στη «Λούλα LeBlanc» καθορίζει ολόκληρη την ταινία, παρότι η σεκάνς σας είναι μία. Πόσο «μέσα» στην ψυχή της ταινίας μπήκατε, πώς συνεργαστήκατε με το υπόλοιπο καστ και πώς σας καθοδήγησε, ίσως, ο Στέργιος Πάσχος;

Καθόλου, τίποτα… δεν χρειαζόταν. Συνύπαρξη υπήρξε, όχι συνεργασία. Αν υπήρχε μία εξέλιξη του ρόλου, του προσώπου, αν είχα την ελευθερία, τη δυνατότητα να προτείνω κάτι, θα χρειαζόταν. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει επαφή με τους υπόλοιπους, μόνο ο εσωτερικός, ο κρυφός σύνδεσμος… Οπότε και δεν είχα τίποτα να επικαλεστώ, παρά μόνο τον εαυτό μου.

Διάβασα πολύ προσεκτικά το σενάριο, κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι που με αφορά στο πρόσωπο της Λούλας και πρέπει να συγκεντρωθώ σ’ αυτό, ότι η ταινία δεν έχει τίποτα που να με προσβάλλει ώστε να πω, όπως σε άλλες περιπτώσεις, ότι δεν θέλω να συμμετάσχω σ’ αυτήν. Γι’ αυτό το ρόλο, ίσα-ίσα ίσχυε ότι όσα λιγότερα ξέρω, τόσο πιο κοντά στο πρόσωπο είμαι. Μόνο για το τραγούδι που θυμάμαι εκείνη τη στιγμή στη σκηνή… γι’ αυτό το τραγούδι θέλησα να μάθω κάτι… για να το μάθω... να μπορώ να το τραγουδώ… να βγαίνει από μια περιοχή μέσα μου πολύ κρυφή. Αυτή η μοναξιά είναι το κλειδί. Ο ρόλος αυτός πώς προσεγγίζεται; Δεν έχω ακόμα άνοια, δεν ξέρω, αν και (γελώντας) καμιά φορά είμαι κοντά στην αίσθηση αυτή! Δεν είμαστε στην Αμερική, όπου μια ηθοποιός θα πήγαινε να επισκεφτεί ένα κέντρο όπου φιλοξενούνται άνθρωποι με άνοια για να μελετήσει τι σημαίνει αυτό και να δει και να πάρει ιδέες και συμπεριφορές και να κάνει οκτώ μήνες πρόβες με κάποιον coach, δεν υπάρχει αυτό. Οπότε μένω στον πλούτο που μπορεί να μου δώσει η μοναξιά, αυτή η μοναξιά του μυαλού που δεν επικοινωνεί. Μάλλον, ξέρουμε μόνο ότι δεν επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον. Το πώς κι εάν και κατά πόσο επικοινωνεί ενδοσκοπικά, προς τα μέσα, δεν το ξέρουμε, κι αυτό ίσως είναι και το ενδιαφέρον, αυτό το αίσθημα ότι υπάρχει μια μεγάλη απομόνωση που ίσως δεν είναι και πάντα μοναξιά.

Μπορεί ξαφνικά να βρεθείς σε μια δύσκολη στιγμή, βρίσκεις όμως μία λύση. Αυτό το υποστηρίζω πάντα, πάρα πολύ: υπάρχει πάντα μία λύση. Πάντα. Απλώς πρέπει να μη χαθείς, πρέπει να κρατιέσαι από αυτά που πιστεύεις.»

Με τους άλλους δεν είχα καμία επαφή, με κανέναν. Γιατί έτσι είναι η ιστορία. Πήγα στο γύρισμα, ήταν όλοι ήδη εκεί από μια προηγούμενη σκηνή, κάθισα στη θέση μου, χαιρέτησα, είπα τ’ όνομά μου, ο καθένας είπε κι αυτός τ’ όνομά του κι αυτό ήταν. Δεν υπήρξε κάτι άλλο γιατί δεν υπήρχε περιθώριο και δεν υπήρχε και λόγος. Υπάρχουν ηθοποιοί φανταστικοί, ούτε ξέρω πώς μπορούν και το κάνουν και γελάνε, κάνουν αστεία, μιλάνε με τον έναν, με τον άλλον, λένε διάφορα πράγματα, μετά ακούνε «μοτέρ» και ξαφνικά γίνονται μ’ έναν μαγικό τρόπο ο ρόλος τους. Εγώ δεν είμαι έτσι, δεν είμαι ικανή, δεν μπορώ, χρειάζομαι να συγκεντρωθώ, να είμαι με τον εαυτό μου, να κλείνω τα αυτιά, τα μάτια. Σε ολόκληρη τη σκηνή, η Λούλα δεν λέει ούτε μια λέξη, άρα ούτε και εγώ είπα.

Το «Λούλα LeBlanc» συχνά θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ηταν αυτή η αμφισημία μια πρόκληση ή μια ελευθερία για εσάς ως ηθοποιό;

Δεν είναι ακριβώς φαντασία νομίζω, είναι πιο πολύ αυτό που θα επιθυμούσαμε, ενδεχομένως. Δεν είναι μια ρομαντική ταινία, επ' ουδενί. Αντιθέτως, πίσω και πέρα από αυτά που γίνονται είναι μια πολύ σοβαρή ταινία, για να μην πω τραγική, έχει πάρα πολύ ωραία ισορροπία. Ο Στέργιος το είχε πει καλύτερα απ’ όλους, δανειζόμενος κάτι που έλεγε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος για τους σκηνοθέτες, ότι οι νέοι κάνουν δράματα και οι γέροι κωμωδίες, για να διακωμωδήσουν τη ζωή τους. Το βρίσκω ευφυές αυτό. Είναι πολύ αληθινό για όλους τους ανθρώπους, αν και εγώ – βέβαια αυτό με ερωτηματικό – μάλλον είμαι ακόμα παιδί, γιατί μόνο δράματα κάνω. Αν είναι έτσι, πρέπει ν’ αναρωτηθώ σοβαρά για την ζωή μου. Δεν έχω φτάσει ακόμα στο ν’ απολαύσω την κωμωδία της ύπαρξής μου. Κάτι δεν πάει καλά εκεί.

Από την «Πρωινή Περίπολο» ως τη «Λούλα LeBlanc», πώς και πόσο βλέπετε να έχει αλλάξει το ελληνικό σινεμά;

Δεν είμαι σκηνοθέτης, δεν είμαι παραγωγός. Από ό,τι ακούω, οι δυσκολίες παραμένουν ίδιες, απλώς αλλάζουν μορφή. Για μένα προσωπικά δεν βλέπω καμία διαφορά. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με ανθρώπους μιας άλλης γενιάς σαν, φυσικά, τον Νίκο Νικολαΐδη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους. Αλλά και νέους σκηνοθέτες – που εγώ τους ονομάζω παιδιά χαριτολογώντας, αλλά μόνο παιδιά δεν είναι – που αγαπάνε το σινεμά όπως αγαπάς κάτι, πραγματικά. Μπορεί να βρήκαν τρόπο να κάνουν σινεμά και να έλυσαν κάπως το θέμα του βιοπορισμού τους, δεν ξέρω, ή όχι, αλλά ο καθένας βρίσκει τις λύσεις του. Αυτοί οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον κινηματογράφο έχουν έναν κοινό παρονομαστή, αγαπάνε το σινεμά κι αντιμετωπίζουνε αυτό που είναι στην πραγματικότητα.

Λούλα LeBlanc Θανάσης Παπαγεωργίου και Τάκης Βαμβακίδης

Κάνετε τις επιλογές σας στο σινεμά βάσει ενστίκτου, συναισθήματος, πνεύματος, λογικής; Εδώ τι πήρε την πρώτη θέση; Τι σας ενοχλεί σε μια πρόταση συνεργασίας και τι σας κερδίζει;

Δεν θυμάμαι τίποτε το άσχημο που να έχει συμβεί, γιατί αυτές οι επιλογές γίνονται από κοινού με τον ή την σκηνοθέτη, έχω αποδεχτεί τη σχέση και οφείλω να αναλάβω την ευθύνη που μου αναλογεί. Είμαι τώρα στην εβδομηκοστή χρονιά της ζωής μου και δεν έχω χώρο για αναμνήσεις που πληγώνουν.

Με ισορροπεί η παράλληλη απασχόλησή μου, η μετάφραση. Είναι κάτι που είναι σιωπηλό και μου επιτρέπει να… πάρω ένα σαμπουάν, να έχω μια low standard ζωή και να είμαι απελευθερωμένη από κάθε «πρέπει». Κοστίζει αυτό, αλλά όλα δεν κοστίζουν; Η μετάφραση είναι μια μοναχική δουλειά, αλλά μ’ αρέσει πολύ αυτή η μοναξιά. Ζορίζομαι με τον θόρυβο, με την υπερβολή, με ενοχλεί το περιττό όλο και περισσότερο. Είναι θέμα χαρακτήρα και επιλογών. Οπως είπα, δεν πιστεύω ότι μπορείς να τα κάνεις όλα. Το ζόρι και η μοναξιά σε βάζουν σε κάποιες διαδικασίες προκειμένου να κάνεις εκείνο που θέλεις. Για μένα είναι σημαντικό να κάνω αυτό που αντέχει το στομάχι μου, μετά μπορώ να πω «τι ωραία» και τότε το ότι ζορίστηκα γίνεται δευτερεύον. Ή, αν είμαι σε καλή φάση, μπορεί να φέρει και μια στιγμή ελευθερίας… τον μεγαλύτερο πλούτο απ’ όλα. Εξαρτάται.

Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με ανθρώπους μιας άλλης γενιάς σαν, φυσικά, τον Νίκο Νικολαΐδη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους. Αλλά και νέους σκηνοθέτες – που εγώ τους ονομάζω παιδιά χαριτολογώντας, αλλά μόνο παιδιά δεν είναι – που αγαπάνε το σινεμά όπως αγαπάς κάτι, πραγματικά.»

Ο Στέργιος έγραψε έναν υπέροχο ρόλο για μια γυναίκα ηθοποιό πάνω από τα 60. Θεωρείτε ότι υπάρχει ανάγκη για περισσότερες τέτοιες προτάσεις και στην Ελλάδα;

Πιστεύω ότι μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικοί ρόλοι, ίσως πιο μικροί αλλά… ας υπάρχουν και να είναι υπέροχοι! Οπως και να έχει, η ζυγαριά γέρνει προς το μέσο της ζωής, τότε που συμβαίνουν τα περισσότερα πράγματα που έχεις να μοιραστείς είτε γράφεις ένα βιβλίο, είτε κάνεις μια ταινία. Γιατί; Γιατί μας απασχολεί γενικότερα το σημείο όπου η ζωή είναι στο φουλ, δηλαδή όταν κάνεις τις επιλογές που λέγαμε πριν, να συνδεθείς με κάποιον στη ζωή σου, να κάνεις καριέρα, να γίνεις μητέρα, με ποιον τρόπο θα ζήσεις, πού, ποιες θα είναι οι προτεραιότητές σου. Μέσα στη ροή της περιγραφής της ζωής τα «παιδιά» και οι «γέροι», σε εισαγωγικά και τα δυο, παίρνουν μια δευτερεύουσα θέση, συνήθως. Σκέφτομαι τώρα την ταινία «Monday», του Τζόναθαν Νόσιτερ. Η σκηνή όπου οι δυο ηλικιωμένοι είναι γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο… ή ακόμη τη σκηνή του ζευγαριού ξαπλωμένου στο κρεβάτι στο «Japon» του Κάρλος Ρεϊγάδας. Πάρα πολύ θα ήθελα να είχα μια τέτοια πρόταση. Αλλά είναι πολύ σπάνιο. Συνήθως τα πρόσωπα της τρίτης ηλικίας, όπως την ονομάζουμε – και σε λίγο θα καταλάβουμε ότι θα υπάρχει και τέταρτη – στο σινεμά αντιπροσωπεύουν αυτό που απομένει, το κλειδί για κάτι, ένα μυστικό, ένα συμβάν που άλλαξε τα πάντα, ένα ψέμα, κάτι κρυμμένο που δεν γνωρίζουμε, μια αποκάλυψη... Ή μια πληγή… ένας έρωτας που δεν ξεχάστηκε, δεν ξεπεράστηκε πότε.

Η ταινία «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου θα προβάλλεται από την Πέμπτη, 27 Φεβρουαρίου, απόκλειστικά στο Cinobo Πατησίων. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.

Δείτε παρακάτω ένα κλιπ από τη «Λούλα LeBlanc» και το τρέιλερ της ταινίας.

Λούλα LeBlanc