Eπειδή:
- ακόμη κι αν δεχτείς ότι η φετινή χρονιά ήταν κακή «εκ συμπτώσεως», διαπιστώνεις με θλίψη ότι οι κακές ταινίες παρέρχονται (και πώς...), αλλά οι θεσμοί κι οι «δημοκρατικές διαδικασίες» μένουν,
- αν ισχύουν τα πιο πάνω, θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στα ίδια και οι επαναλαμβανόμενες «συμπτώσεις» είναι, αν μη τι άλλο, ύποπτες
- δεν υπάρχει καλός ή κακός Ελληνικός Κινηματογράφος - υπάρχει καλός και κακός Κινηματογράφος,
- το θέμα δεν είναι να παράγουμε «συμπαθείς» ή «αξιοπρεπείς» ταινίες ή «φιλότιμες προσπάθειες», αλλά καλές ταινίες, έστωσαν αντιπαθείς και αναξιοπρεπέστατες,
- το πρόβλημα δεν λύνεται, αν απ' τη μια «ξεμπερδεύουμε με τον Αριστοτέλη» (Φέρρης) και απ' την άλλη κάνουμε μαλλιά κουβάρια τον Ευριπίδη (Φέρρης),
- ή δύστηνος ελληνική γλώσσα ψυχορραγεί μεν, αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα και, έπομένως, πονάει όταν της φορτώνουμε κάτι «φόνους νεκρών θυμάτων» (Αθώος ή Ένοχος),
- διάλογος (στον Κινηματογράφο, αλλά και όπου αλλού) δεν είναι δυο άνθρωποι που μονολογούν εναλλάξ (Περλέγκας - Φέστα στο Δεξιότερα της Δεξιάς και άλλοι, αλλαχού),
Δεν υπάρχει καλός ή κακός Ελληνικός Κινηματογράφος - υπάρχει καλός και κακός Κινηματογράφος.»
- τα οχυρά των ξένων αγορών δεν πρόκειται να πέσουν (δίκην τειχών της Ιεριχούς) με το να βάζουμε να μιλάμε αγγλικά παπάδες, χήρες και ορφανά (Ο Παράδεισος Ανοίγει με Αντικλείδι, πρόπερσι), πρόξενοι, μαινόμενοι όχυρά τών ξένων άγορών δέν πρόκειται νά πέσουν (δίκην τειχών τής Ιεριχοΰς) μέ τό νάβάζουμε νά μιλάμε άγγλικά παπάδες, χήρες και' όρφανά (Ο Παράδεισος άνοίγει μέ άντικλεϊδι,πρόπερσι), πρόξενοι μαινόμενοι (Δεξιότερα της Δεξιάς, φέτος) και μαινάδες προξενήτρες (OhBabylon, φέτος καί γιά πάντα),
- δεν μας φτάνει το ιδεολογικό αλαλούμ, στο οποίο έχουμε περιπέσει ως Έθνος, έχουμε και εισαγόμενους ηθοποιούς να μας θυμίζουν ότι «ακόμαδεν γαμήσαμε» (Το Τελευταίο Στοίχημα),
- κανείς δεν ζήτησε από τους Έλληνες σκηνοθέτες να εφεύρουν την πυρίτιδα αλλά (τουλάχιστον) να δυναμιτίζουν με επάρκεια,
- ό,τι και να 'χει καταλογίσει κανείς στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, θα 'ταν ασύγγνωστηεμπάθεια να μην του αναγνωρίσει μια αγωνία, ένα όραμα, όπου ακόμα και τα εκφραστικά του αδιέξοδα εγγράφονται στο Ενεργητικό μιας αναζήτησης.
δια ταύτα:
Φεύγοντας απ' τη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας και τα τριάκοντα στην πλάτη, καβαλάς σαν το γυφτάκι το πρώτο αυτοκίνητο που θα περάσει και που μπορεί να σε βγάλει σε κάτι οικεία τοπία, ηλιοβόρα, όπου εκεί τουλάχιστον ο θάνατος είναι γόνιμος, εκεί τα χρώματα της ίριδος ξορκίζουνε τη σκιά του φόβου, εκεί ο λιποτάκτης συναντάει το θίασο της χελιδόνας κι ονειρεύονται μια κίβδηλη (επιτέλους) αναπαράσταση της Ιστορίας, έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο με τους απέναντι, μ' εκείνη τη γλυκιά του Δράκου συμμορία και τα κορίτσια Στέλλαή Ευδοκία ή Άννα να συνοδεύουν τον Θεόφιλο, έστω στα ψέμματα, έστω με ενύπνιους χορούς, μέχρι το πλοίο.
Τίποτα δεν έχει χαθεί.
*O τίτλος, φόρος τιμής στις γενναίες κατά πάντων έπιθέσεις του ελαφρού ιππικού της Έταιρείας Έλλήνων Σκηνοθετών, θέλει νά τιμήσει εμμέσως και την έπιχειρούμενη διεθνοποίηση του Έλληνικού Κινηματογράφου.
Το κείμενο του Αχιλλέα Κυριακίδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Οθόνη, τέυχος 37, Δεκέμβριος του 1989