Άποψη

Από τα αρχεία | Ο Αδωνις Κύρου γράφει για τον κινηματογράφο, την Ελλάδα και το φολκλόρ

of 10

Για κάθε μια μέρα του Αυγούστου, διαβάζουμε «επίκαιρα» κείμενα από το παρελθόν του ελληνικού σινεμά.

Από τα αρχεία | Ο Αδωνις Κύρου γράφει για τον κινηματογράφο, την Ελλάδα και το φολκλόρ

Πολλοί ξένοι ειδικοί αναρωτιούνται γιατί, παρά τις 100 ταινίες το χρόνο, δεν υπάρχει ελληνικός κινηματογράφος. Νομίζουν πως φταίνε οι τεχνικοί, τα εργαστήρια, ή λογοκρισία.
Βέβαια, υπάρχουν στην Ελλάδα και κακοί τεχνικοί, αλλά όχι περισσότεροι απ' ό,τι υπάρχουν στις άλλες χώρες. Βέβαια, υπάρχουν κακά εργαστήρια, αλλάυπάρχουν και πολύ καλά.
Βέβαια, η λογοκρισία είναι μεγάλη κατάρα, αλλά δεν πρέπει να της καταλογίζουμε όλα τα κακά. Το κακό του ελληνικού κινηματογράφου έχει βαθύτερες ρίζες και αποτελεί ένα μικρό μέρος της μετριότατης στάθμης της ελληνικής διανόησης.
Η κύρια αιτία είναι πως η Ελλάδα κατάντησε ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του και στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του με τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνει να δει τι συμβαίνει έξω από τον κύκλο του.
Αυτή η ομφαλοσκόπηση που υπνωτίζει όλους τους Έλληνες (ή σχεδόν όλους) έχει αρχίσει από πολύ καιρό. Οι εκάστοτε καταχτητές μας (οι κατακτήσεις δεν είναι μόνο στρατιωτικές), θέλησαν, και πέτυχαν, να μας πείσουν πως καλά θα κάνουμε να μην ασχολούμαστε με τα γενικά προβλήματα, μια κι εμείς οι Ελληνες είμαστε οι απόγονοι του Περικλή, άρα το κέντρο του κόσμου.
Έτσι, ενώ σιγά-σιγά, διάφοροι λαοί με λιγότερες δυνατότητες απ' τις δικές μας, καταλάβαιναν πως τα σύνορα δεν υπάρχουν, πως ζούμε σε μια εποχή «κοσμική» και μάλιστα διαπλανητική, οι Έλληνες έμειναν μ ό ν ο Έλληνες και περηφανεύονται γιατί κάνουν μ ό ν ο ελληνική τέχνη. Δηλαδή το φολκλόρ έγινε το ψωμοτύρι της ελληνικής διανόησης.
Και το χειρότερο είναι, πως το φολκλόρ αυτό είναι ψεύτικο, φτιαχτό, σε τέτοιο σημείο που διασκεδάζει με τον εξωτισμό του τους ξένους, όπως τους διασκεδάζουν οι χαβαϊκοί χοροί και οι πυγμαίοι της Αφρικής.
Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα και πρώτο τούτο το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας και που παρ' όλα όσα θα πω παρακάτω είναι το μ ό ν ο (άρα σημαντικό) κινηματογραφικό περιοδικό σ' ελληνική γλώσσα. Σε κανένα μέρος το κόσμου δεν νοείται κινηματογραφικό περιοδικό που να περιορίζει με τον τίτλο του τη δράση του. Σε χώρες που αριθμούν πολλά κινηματογραφικά έντυπα, όπως η Ιταλία, η Γαλλία ή η Αγγλία, το όνομα του έθνους (δηλαδή ο περιορισμός) βρίσκεται μόνο σε σωματειακά ή σε προπαγανδιστικά κρατικά φύλλα. Και βέβαια ο «Ελληνικός Κινηματογράφος» δεν είναι (ευτυχώς) τέτοιο περιοδικό.
Διαβάζω στο Νο.2 του «Ελληνικού Κινηματογράφου», σχετικά με την τελευταία ταινία του Νίκου Κούνδουρου «...φοβόμαστε πως ο Κούνδουρος οδηγείται από τις Αφροδίτες και ύστερα σ' ένα - από τη μεριά των εκλεγόμενων θεμάτων - «διεθνισμό» που αν μέχρι στιγμής μένει - αντίθετα με τον Κακογιάννη - στα πλαίσια της τέχνης, είναι εν τούτοις επιβλαβής τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Με μια φράση εκφράζεται εδώ το δράμα της Ελλάδας. Πρέπει δηλαδή να ρίξωμε στη φωτιά τον Τσάπλιν, τον Αντονιόνι, τον Μπουνιουέλ και όλους όσους δουλεύουν χωρίς να σκέφτονται όλη την ώρα πως γεννήθηκαν (κατά τύχη άλλωστε) σε έναν ωρισμένο τόπο; Από πότε ο «διεθνισμός» είναι αρρώστια; Μπράβο στον Κούνδουρο αν καταφέρει ν' απευθυνθεί στο διεθνές κοινό, όχι βέβαια αγνοώντας τους Έλληνες, αλλά συμπεριλαμβάνοντας τους συμπατριώτας του σ' αυτό το κοινό. Έτσι, επί τέλους, θα πάψει η φοβερή περιφροσύνη των «εθνικόφρονων» για την πατρίδα τους. Πρέπει να υπογραμμιστεί πως όσοι θέλουν να μιλούν μ ό ν ο στους συμπατριώτες τους, μισούν την Ελλάδα, μια και θέλουν να την κρατούν έξω από τη μεγάλη διεθνή οικογένεια, μια κι επιμένουν να θεωρούν τους Έλληνες ως χωριστά ζώα, που ζούνε, τρώνε, αγαπάνε, παλεύουν διαφορετικά από τους άλλους λαούς. Αν λοιπόν ο Κούνδουρος πετύχει μια «διεθνή» ταινία θα αποδείξει πως σέβεται και αγαπάει την πατρίδα του όπως το κάνει ο Ξενάκης με τη μουσική του.

Ευτυχώς είναι ακόμα καιρός για να συνέλθουμε, για να κάνουμε ταινίες που θα απευθύνονται σε ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς να σερβίρουν εξωτισμό. Ίσως έτσι να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε μέσα στις ταινίες μας την Ελλάδα και τους Έλληνες, ίσως έτσι μπορέσουμε να σπάσουμε την τραγική απομόνωση όπου μας καταδίκασαν οι εκάστοτε στρατιωτικοί ή οικονομικοί καταχτητές μας κι ίσως έτσι η Ελλάδα θα ξαναβρεί την περηφάνεια της.»


Ορίστε ένα άλλο παράδειγμα: Ο Ξενάκης, ένας από τους δύο ή τρεις Έλληνες, που είναι σήμερα παγκόσμια γνωστός, που ανήκει σ' όλόκληρη την υφήλιο, προσφέρει το τεράστιο ταλέντο του ανοίγει νέους δρόμους στην έκφραση, γιατί δεν κάνει στενά ελληική μουσική. Ισως γι' αυτό η μουσική του να είναι πιο γνήσια ελληνική απ' τα ενορχηστρωμένα (καμμια φορά με πολύ διανοουμενισμό) μπουζούκια. Ό,τι είναι παγκόσμιο, είναι και ελληνικό. Ίσως όμως ο κριτικός που μιλούσε τόσο περιφρονητικά για τον «διεθνισμό», να εκφράστηκε άσχημα και να ήθελε να πει πως ο Κούνδουρος σερβίρει τα ελληνικά τικ σε ένα διεθνές κοινό κακής ποιότητας που ψάχνει το φολκλόρ. Τότε έχει δίκιο.
Φτάνουμε έτσι στο άκρο άωτο του πνευματικού σωβινισμού. Μερικές αφρικανικές φυλές που ζούνε μόνο χάρη στον τουρισμό κάνουν φανατική εξαγωγή του τουρισμού τους, φτιάχνοντας σε χιλιάδες αντίτυπα κακές αντιγραφές της «λαϊκής» τέχνης τους. Το φολκλόρ μετατρέπεται σ' εξωτισμό και οι αγοραστές κρατούν στα χέρια τους μια γελοιοποίηση των παραδόσεων και των εθίμων. Το εντυπωσιακό σκοτώνει την ειλικρίνεια.
Ας ξανάρθουμε όμως στον κινηματογράφο. Από χρόνια διάφοροι εξωτισμοί αρέσουν σε μια μερίδα (την πιο σκάρτη) του κοινού: η Χαβάη, το Μεξικό, η Αφρική. Ο ελβις Πρίσλεϊ τραγουδάει στη Χαβάη, περιτριγυρισμένος από κοπέλες, το μεξικανικό μελόδραμα προορίζεται μόνο για εξαγωγή και ο Ταρζάν πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Να, όμως, που προστίθεται σ' αυτές τις κοινοτυπίες και η Ελλάδα με τις φουστανέλλες της, τα κλάματα των μανάδων της και την τόσο φωτογενή «αγριάδα» του λαού της, που μόνο να ουρλιάζει και να χορεύει ξέρει. Έτσι δημιουργείται μια ψεύτικη εικόνα μιας χώρας και το ψέμμα επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, ώστε - όπως έλεγε ο Γκαίμπελς - ό λ ο ι, και αυτοί ακόμη οι Ελληνές, το πιστεύουν. Και βέβαια κάτω απ το ψέμμα πνίγεται η αλήθεια.
Ευτυχώς είναι ακόμα καιρός για να συνέλθουμε, για να κάνουμε ταινίες που θα απευθύνονται σε ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς να σερβίρουν εξωτισμό. Ίσως έτσι να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε μέσα στις ταινίες μας την Ελλάδα και τους Έλληνες, ίσως έτσι μπορέσουμε να σπάσουμε την τραγική απομόνωση όπου μας καταδίκασαν οι εκάστοτε στρατιωτικοί ή οικονομικοί καταχτητές μας κι ίσως έτσι η Ελλάδα θα ξαναβρεί την περηφάνεια της.
Πριν από κάθε τι άλλο, οι κινηματογραφιστές μας, όπως κι όλοι όσοι εκφράζονται με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει να καταλάβουν πως οι Ελληνές δεν είναι τέρατα που διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, πως η πάλη των Ελλήνων είναι μέρος της γενικής πάλης των ανθρώπων πως η χαρά των Ελλήνων είναι δεν θα είναι ποτέ τέλεια αν δεν ανταποκρίνεται στη χαρά ολόκληρης της υφηλίου.

ΣΗΜ: Όταν κάποτε θελήσει ένας σοβαρός ιστοριογράφος ν' ασχοληθεί με την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, θα γνωρίσουμε καλύτερα όλο το δήθεν ελληνικό φοκλόρ, θα έχουμε μια λίστα, που από το μελόδραμα τύπου «Μάνα μου παραστράτησα», ίσαμε τη φουστανέλλα, χωρίς βέβαια να ξεχνούμε των ψευτοδιανοουμενισμό του ωραίου κάδρου και της βυζαντινής μουσικής, θα αντιπροσωπεύει κάθε ελληνικό κακό.

Το κείμενο με τίτλο «Ο Κινηματογράφος, η Ελλάδα και το φολκλόρ» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 5 του «Ελληνικού Κινηματογράφου» το Μάρτιο του 1967.