Ηδη από το «Of Horses and Men», το μυθοπλαστικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Μπένεντικτ Eρλινγκσον είχε αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει ταυτόχρονα γέλιο, ειρωνεία, σουρεαλισμό, λεπτή κοινωνική κριτική αλλά και μια ευαίσθητη ματιά, μέσα από αφηγήσεις που τονίζουν την αλληλεξάρτηση της φύσης με τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτοί οι δεσμοί είναι δύσκολο να διακριθούν σε ένα σύγχρονο αστικό τοπίο.

Στο «Γυναίκα σε Πόλεμο», ο Eρλινγκσον παλεύει για την διατήρηση αυτής της αλληλεξάρτησης εντονότερα από ποτέ, ακόμα και αν η σύγχρονη Ισλανδία απέχει αρκετά από τον χαρακτηρισμό του «αστικού». Η ηρωίδα του, η Χάλλα, είναι μια σύγχρονη ακτιβίστρια, διατεθειμένη να πάει ενάντια σε όλους και σε όλα, με μοναδικό στόχο της διάσωσης της φύσης της χώρας της και κατ’ επέκταση των συνανθρώπων της. Στην πόλη, ο κόσμος την γνωρίζει ως μια αγαπητή διευθύντρια χορωδίας. Εκτός δουλειάς όμως, η Χάλλα κρύβει μια μυστική ταυτότητα, έχοντας κηρύξει έναν όλο και μεγαλύτερης κλίμακας πόλεμο ενάντια στην τοπική βιομηχανία αλουμινίου.

Ρίχνοντας έναν ηλεκτροφόρο πυλώνα την φορά, η Χάλλα καταφέρνει σταδιακά να προκαλέσει ένα βιομηχανικό σαμποτάζ, τόσο μεγάλο, που προκαλεί προβλήματα στα επιχειρηματικά σχέδια της ισλανδικής κυβέρνησης (και στις ανέμελες διακοπές ενός ισπανόφωνου τουρίστα). Μόνο που λίγο πριν πραγματοποιήσει την πιο παράτολμη ακτιβιστική της ενέργεια, η Χάλλα λαμβάνει ένα απρόσμενο γράμμα που για πρώτη φορά θα τη θέσει αντιμέτωπη με το μέλλον της ως πολίτης, ως άνθρωπος και ως μητέρα.

Ανατρέποντας τις συμβάσεις όπως και η ηρωίδα της, η ταινία του Eρλινγκσον δεν είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια, αν και περιέχει εξαιρετικά καλοστημένες σκηνές δράσης. Ούτε είναι μια κωμική ταινία, αν και περιέχει αρκετές σκηνές που, με πολύ ισλανδικό χιούμορ, μπορούν να προκαλέσουν αβίαστα το γέλιο. Πάνω από όλα δε, δεν είναι μια γλυκερή συναισθηματική ταινία, παρά το γεγονός ότι η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση και η συντροφικότητα βρίσκονται πολύ οργανικά μέσα στον αφηγηματικό της πυρήνα.

Αντιθέτως, το «Γυναίκα σε Πόλεμο» είναι ένα φιλμ που συνδυάζει όλα τα παραπάνω, χωρίς όμως ποτέ να λυγίζει από το βάρος των συμβάσεων και των προσδοκιών. Η ματιά του είναι σταθερή και σίγουρη, η καρδιά του είναι ζεστή και γεμάτη τρυφερότητα, η λογική του είναι ψυχρή αλλά και γεμάτη κατανόηση. Κατά μία έννοια, η Χάλλα της ταινίας είναι το πορτρέτο της σύγχρονης Ισλανδίας, μια προσωπικότητα πολυσύνθετη, προβληματική αλλά και εξόχως μαχητική, σε ένα συνεχή αγώνα για να βρει τη θέση της σε ένα σύγχρονο, τάχιστα μεταβαλλόμενο κόσμο.

Και δεν είναι απλά η εξαιρετική φωτογραφία που αποθεώνει τη γεωγραφία και τον ορίζοντα της Ισλανδίας ή η σουρεαλιστική επιλογή της ενσωμάτωσης της μουσικής στην αφήγηση (ένα τρικ που ίσως βέβαια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λιγότερο εκτενώς) που κάνουν την ταινία του Eρλινγκσον να κερδίζει τόσο εύκολα τις εντυπώσεις. Είναι η αμεσότητα της ματιάς της Χαλντόρα Γκαϊρχαρδσντοτίρ (στον διπλό ρόλο της Χάλλα και της αδερφής της) και οι απρόσμενες στροφές της αφήγησης κάθε φορά που εμφανίζεται ο κίνδυνος ενός κλισέ, που μετατρέπουν τελικά ολόκληρη την αφήγηση σε μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη και διαθέσεις.

Οσοι περιμένουν μια συμβατική κορύφωση της αφήγησης ίσως απογοητευτούν με το φινάλε, το οποίο επιδιώκει κυρίως να ορίσει την ίδια την Χάλλα ως άνθρωπο και όχι να προσφέρει ένα βολικό τέλος στην ιστορία της ή ένα εξίσου «ασφαλές» κοινωνικό μήνυμα.

Ομως τελικά, αυτό είναι το «Γυναίκα σε Πόλεμο» του Μπένεντικτ Eρλινγκσον: ένα προσωπικό αλλά και συλλογικό πορτρέτο που, ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρο αν ο αγώνας του θα στεφθεί με απόλυτη ή έστω μερική επιτυχία, πιστεύει στην προσωπική ενδυνάμωση, στη σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον και, κυρίως, στην καθοριστικής σημασίας, πίστη σε όλα όσα ορίζουν τον κάθε άνθρωπο, και κατά συνέπεια, τον προορισμό του.