Ο Νίκος βασανίζεται από τις αναμνήσεις του πατέρα του. Ενός μοναχικού ράφτη στην ορεινή Σιάτιστα (τον ερμηνεύει ο Βαγγέλης Μουρίκης), ο οποίος δεν ήθελε να εγκαταλείψει το ερείπιο σπίτι τους γιατί είχε την πίστη και τις εμμονές του ότι στα θεμέλιά του κρύβεται θησαυρός. Το μόνο που κατάφερε είναι να τον εγκαταλείψει η γυναίκα του παίρνοντας τον μικρό Νίκο μαζί της. Είκοσι χρόνια μετά, ο νεαρός, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, αποφασίζει να επιστρέψει στη χώρα του και στο σπίτι του πατέρα του. Και να ζήσει εκεί. Σαν φάντασμα.

Ο Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας επιλέγει να διηγηθεί τον «Χειμώνα» ως μία τραγική ιστορία, με κωμικό, σε στιγμές, τρόπο. Στοχεύει να περάσει το κοινωνικό του σχόλιο για την αποξενωμένη κι απαξιωμένη επαρχία, ως μεταφυσικό, goth θρίλερ. Στήνει επίτηδες μία ατμόσφαιρα που ακροβατεί ανάμεσα στον Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, τον Εντγκαρ Αλαν Πόε και τον... Σαρλό. Μπερδεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα, με το νοσταλγικό παρελθόν. Μπλέκει ερασιτέχνες με επαγγελματίες ηθοποιούς. Πάνω από όλα: υπαινίσσεται ξεκάθαρα ότι όσα βλέπουμε μπορεί να διαδραματίζονται αποκλειστικά στο μυαλό του ήρωά του. Στο μυαλό ενός νεαρού αγοριού που παλεύει με το παρελθόν, τους δαίμονες και, τελικά, την τρέλα του.

Κάπως έτσι εξηγείται ότι από την πρώτη στιγμή κάτι είναι... off. Ο Νίκος μένει σε μία σοφίτα του σύγχρονου Λονδίνου, που μοιάζει να έχει βγει από τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα. Επιπλα, διακόσμηση, οι ανοιχτές βαλίτσες που ο ήρωας σχεδόν κωμικά προσπαθεί να στριμώξει τα πράγματά του, αλλά και τα ρούχα του ίδιου ανήκουν 100 χρόνια πίσω. Το iphone με το οποίο μιλάει στην μητέρα του και το piercing στο στόμα του μας βεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε στο σήμερα.

Ο Κουτσολιώτας αγαπά τη σκοτεινή λογοτεχνία, τα μεταφυσικά θρίλερ και τον κατάμαυρο ρομαντισμό. Επίσης, έχει την εξυπνάδα να μην παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά: σκηνοθετεί τον Νίκο ως έναν λογοτεχνικό ήρωα του περασμένου αιώνα, ένα εύρημα που παραπατά ανάμεσα στο συμβολικό και το κωμικό. Σε στιγμές, αυτή η ίδια κωμική ελαφρότητα κάνει τον ντυμένο με ημίψηλο και φθαρμένο κουστούμι τυχοδιωκτάκο ήρωά του να μοιάζει με Τσάπλιν.

Ταυτόχρονα όμως, φαντάσματα, εξωγήινοι (με χειροποίητα εφέ) κοινωνική κριτική για την ελληνική επαρχία, σεκάνς παρανοϊκής φαντασίας, το σκληρό πρόσωπο του Μουρίκη να κλαίει, η Εφη Παπαθεοδώρου (ίσως το ατού της ταινίας) ως χωριάτισσα της διπλανής πόρτας, βουκολικοί γάμοι, ευρωπαϊοι τραπεζίτες που μας κυνηγούν για χρέη, κρύο, μελαγχολία, ο χειμώνας ως σύμβολο της μοναξιάς ενός διαταραγμένου μυαλού, λίγο έρωτας, η φωνή του B.D. Foxmoor των Active Member στα συχνά τραγούδια, όλα καταλήγουν αποσπασματικά κομμάτια μίας σχιζοφρενούς σύνθεσης - τόσο στο ύφος και στην εικόνα, όσο και στο συναίσθημα.

Επικροτούμε τη φιλοδοξία του Κουτσολιώτα να θέλει να ξεχωρίσει, να κάνει genre, να φτιάξει ένα κινηματογραφικό σύμπαν όπως το οραματίστηκε. Ομως οι μικρές παραγωγές όταν ανοίγουν πολύ τη βεντάλια των απαιτήσεών τους, αδυνατίζουν την έντασή τους και τονίζουν τις ατέλειές τους.