Πέρυσι τέτοια εποχή, η ταινία «Γουίνι το Αρκουδάκι: Αίμα και Μέλι» συνάντησε την αποστροφή του κόσμου που μεγάλωσε με τις περιπέτειες του αρκούδου και της παρέας του και αιφνιδιάστηκε με τα νέα ενός horror που τον θέλει μακελάρη, την οργή της κριτικής που είδε άλλο ένα σε-δουλειά-να-βρισκόμαστε φθηνό αιματοκύλισμα, και την ζαλάδα των φανς του gore που αρκέστηκαν στην αποδελτίωση των ποικίλων τρόπων σφαγής κάθε περαστικού από τα λημέρια των ανθρωπόμορφων ζώων.
Η ταινία ήταν φριχτή και μεταφορικά, ακόμα πιο φρικώδης, ωστόσο, ήταν η επιτυχία της, τηρουμένων φυσικά όλων των αναλογιών: στοίχισε μόλις 100.000 δολάρια να γυριστεί (και τής φαινόταν) και εισέπραξε, λέει, κάπου 5 εκατομμύρια παγκοσμίως (δεν τής το είχαμε). Λογικό, λοιπόν, οι χρηματοδότες να επιστρέψουν σύντομα με πολλαπλά κονδύλια στον δημιουργό του φιλμ, Ρις Φρέικ-Γουότερφιλντ, για μια συνέχεια πιο καλοστεκούμενη ως παραγωγή.
Πράγματι, το σίκουελ είναι πιο περιποιημένο. Πολυπληθέστερο σε killers (τον Γουίνι και το Γουρουνάκι συνοδεύουν τώρα ο Τίγρης και η Κουκουβάγια) και θύματα (μονάχα η σεκάνς στο ρέιβ κλαμπ ξεπετά καμιά 50αριά σφαγμένους), πλουσιότερο σε σιντριβάνια αίματος (δηλαδή μίγματα ειδών μαναβικής), αρτιότερο σε εφέ και μακιγιάζ (αραιώνουν οι μάσκες στους δράστες, που ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί τις φορούσαν μόνιμα πριν), και με περίτεχνες σκηνές φλασμπάκ (με animation και φλου και ρελαντί κι απ’ όλα) να στηρίζουν ένα σενάριο που παλεύει να δικαιολογήσει όσα συνέβησαν στο πρώτο φιλμ μέσα από μια προϊστορία για την (επιστημονική!) καταγωγή των κατοίκων του Δάσους των Γαλάζιων Ονείρων, πριν μετατραπεί σε μπαξέ του κόκκινου εφιάλτη.
Φεύ. Ηδη από την αρχή, που ο εργένης πλέον Κρίστοφερ Ρόμπιν εισάγεται ως ύποπτος φόνων παρίας στην κωμόπολή του και μολαταύτα νοσηλευτής στο τοπικό νοσοκομείο παίδων… έχουμε πρόβλημα. Το οποίο διογκώνεται όσο περισσότερο καταφανές γίνεται πως γονείς, αδέλφια και λιγοστοί φίλοι κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή από τα δίποδα κτήνη που αποφασίζουν έξαφνα πως βαρέθηκαν να ζουν σεαπομόνωση στο δάσος και… άντε να μπουκάρουμε να ανταποδώσουμε.
Οπως και να έχει, με όση πιθανοφάνεια κι αν θέλει ο Φρέικ-Γουότερφιλντ να μπολιάσει τη σύμβαση του μύθου του, όλα εδώ εξυπηρετούν τελικά το κυνήγι του πανικοβλημένου θηράματος από το αμείλικτο τέρας που θα καταλήξει με μαθηματική ακρίβεια σε ευρηματικές μεθόδους ξεντερισμάτων, ξεματιασμάτων, διαμελισμών και καρατομήσεων (με προτίμηση των συντελεστών στο τελευταίο· γιατί; γιατί έτσι). Οποιαδήποτε δε υπόνοια στοιχειώδους έστω αλληγορίας για τους πάσης φύσεως απόκληρους που αυτοδικούν κατά των ξενόφοβων διωκτών τους πάει περίπατο από πολύ νωρίς.
Πάντως, τώρα που ο Φρέικ-Γουότερφιλντ μετέτρεψε σε φραντσάιζ τους παραμυθένιους ήρωες του Αλαν Αλεξάντερ Μίλνε (σε κοινή κτήση, δηλαδή χωρίς πνευματικά δικαιώματα, από το 2022), θα έχουμε κι άλλα. Ο σκηνοθέτης θέλει, λέει, να επεκτείνει το αιματηρό σύμπαν του Γουίνι εισάγοντας το ελαφάκι Μπάμπι, τον Πίτερ Παν και τον Πινόκιο. Οπου ο Μπάμπι μάλλον θα κλωτσάει ανθρώπινα κεφάλια μέχρι θρυμματισμού κρανίων, ο Πίτερ Παν θα αποκεφαλίζει με το μαχαίρι του εξ ουρανού και ο Πινόκιο θα σουβλίζει κάποιον κάθε που λέει ψέματα.