«Τρία ακόρντα και η αλήθεια». Αυτό έχει κάνει τατουάζ στο χέρι της η Ρόουζ-Λιν Χάρλαν, η 23χρονη Σκωτσέζα κοκκινομάλλα που συναντάμε μόλις αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στο σπίτι της, στις εργατικές γειτονιές της Γλασκώβης. Είναι ο στίχος του Χάρλαν Χάουαρντ που απαντάει στο «από τι υλικά αποτελείται η country μουσική». Και η Ρόουζ-Λιν, με τις λευκές καουμπόϊκες μπότες της και τα ακουστικά κολλημένα στα αυτιά της, δεν αγαπά απλώς την country μουσική. Τη ζει, την αναπνέει, την ονειρεύεται από παιδί. Μόνο που από παιδί, πριν κλείσει τα 18, έχει βρεθεί και η ίδια με δύο παιδιά. Τα χρόνια που πέρασε στη φυλακή για ναρκωτικά και λάθος επιλογές, τα κρατούσε η μητέρα της. Τώρα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της η ίδια. Αυτή είναι η αλήθεια της. Και πώς συμβιβάζεται με το μεγάλο όνειρο; Να βρεθεί στο Νάσβιλ και να κάνει καριέρα ως country τραγουδίστρια;

Η Νικόλ Τέιλορ δεν γράφει τη Ρόουζ-Λιν ως έναν συμπαθή απαραίτητα χαρακτήρα κι ο Τομ Χάρπερ («Peaky Blinders», «Οι Αεροναύτες»), δεν κινηματογραφεί την ιστορία της χρωματίζοντας με παστέλ αισιοδοξία τους γκρίζους ουρανούς της Γλασκώβης. Την αποτυπώνουν ως κακομαθημένο παιδί που σκέφτεται πρώτα τον εαυτό της, την ικανοποίηση της επιθυμίας, της ηδονής, του παράπονού της. Αυτό το παιδί κινεί τα νήματα - ζητά χωρίς φίλτρο αυτό που θέλει, κάνει σεξ στα γρασίδια χωρίς ενδοιασμό, χορεύει και τραγουδά τις μουσικές της με κλειστά μάτια, μεθάει και χάνει την αίσθηση του χρόνου, τα χρήματα, τα κλειδιά της. Και πιστεύει ότι ο κόσμος της χρωστάει. Γιατί «ενώ είναι Αμερικάνα στην καρδιά, γεννήθηκε στη Σκωτία».

H Τέιλορ υπογράφει ένα σενάριο που δίνει την υπόσχεση μίας βρετανικής αλά «Billy Elliot» feelgood δραμεντί (παρά τις αντιξοότητες, τα όνειρα γίνονται αληθινά), αλλά θέλει να πει πολλά παραπάνω. Στην παράδοση του kitchen-sink ρεαλισμού, η Τέιλορ βουτά την πένα της ακόμα πιο βαθιά από το ότι, όχι, δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες στα όνειρα (η κοινωνική σου τάξη αλλά και η γεωγραφική σου θέση ορίζουν τη ζωή σου) και αγγίζει τι σημαίνει επίσης να είσαι γυναίκα σε αυτό τον αγώνα της επιτυχίας. Ή της επιβίωσης. Γυναίκες περιβάλλουν τη Ρόουζ-Λιν και καθοδηγούν τη ζωή της. Η φιγούρα της μητέρας της (η Τζούλι Γουότερς την ερμηνεύει καταπληκτικά, με σιωπηλή απογοήτευση και ηλεκτρισμένη ανησυχία) που ποιος ξέρει τι όνειρα είχε κι εκείνη νέα αλλά παγιδεύτηκε στη Γλασκώβη. Η 8χρονη κόρη της που από το τραύμα αποχωρισμού και εγκατάλειψης στη γιαγιά σταμάτησε να μιλάει και να εμπιστεύεται (ενώ ο 5χρονος γιος δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα πολλά). Η συνομήλικη εύπορη εργοδότριά της που σπάει τα κλισέ του αδιάφορου αφεντικού, αναγνωρίζει το ταλέντο της και με μια τεράστια χρυσή καρδιά προσπαθεί να τη βοηθήσει. Ομως, όσο μακριά στο χάρτη κι αν φτάσεις, κανείς δεν μπορεί να ξεριζώσει από πάνω κι από μέσα σου τις αποσκευές, τις τύψεις, τους ρόλους που κουβαλάς.

Ο Χάρπερ έχει ιδέες να μάς μεταφέρει τον παλμό της καρδιάς της ηρωίδας του. Κρατά την κάμερα ανοιχτή, να κοιτά κατάματα το πραγματικό της περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει στον έμφυτο ηλεκτρισμό της Ρόουζ-Λιν να ζεσταίνει τη θερμοκρασία, στις μουσικές να ξυπνούν τη νεκρή φύση, στο όνειρο να ζωντανεύει. Κάπως έτσι ένα νεαρό κορίτσι καθαρίζει με την ηλεκτρική σκούπα το σπίτι των αφεντικών της, αλλά το σαλόνι αρχίζει να κατοικείται κι από την υπόλοιπη country μπάντα που ζει στο μυαλό της - εμφανίζεται ο ντράμερ, ο μπασίστας, ο κιθαρίστας, η σκούπα μετατρέπεται σε μικρόφωνο, κι εκείνη σε Πάτσι Κλάιν.

Ομως ο Χάρπερ δε χρειάζεται πολλά ευρήματα. Ο μεγαλύτερος θησαυρός του είναι η πρωταγωνίστριά του. Η Τζέσι Μπάκλεϊ (μάς είχε ήδη εντυπωσιάσει από το «Beast», αλλά και το τηλεοπτικό «Chernobyl»), βουτά το μικρόφωνο και το ρόλο με αυτοπεποίθηση, νεανική παρόρμηση, φωτιά και μελαγχολία στο ίδιο βλέμμα. Τραγουδώντας η ίδια τα τραγούδια της ταινίας, γελάει και κλαίει στον ίδιο φθόγγο. Φορά την επιπολαιότητα της Ρόουζ-Λιν με ειλικρινή ναρκισσισμό, ενώ ταυτόχρονα σε κοιτά πληγωμένα, σαν το παιδί που δεν ήξερε τι έκανε. Και την πιστεύεις - έχει χτυπήσει τρεις χορδές της καρδιάς σου και την αλήθεια της.

Αν υπάρχει ένα ελάττωμα στην ταινία, που την κρατά από το να απογειωθεί σε κάτι αυτόματα κλασικό, είναι ότι η επιμονή της να παραμείνει αληθινή στην κοινωνική της πραγματικότητα, με έναν περίεργο τρόπο, φαντάζει επβεβλημένη και ψεύτικη. Η ωρίμανση της ηρωίδας, οι τελικές της επιλογές, ο τρόπος που παίρνει την απόφασή της δεν γίνεται οργανικά, φυσικά, αλλά απότομα.

Δεν πειράζει. Οι μουσικές κατακλύζουν και το φινάλε με την Μπάκλεϊ να παίρνει φωτιά από μόνη της. Αυτή είναι το «άγριο ρόδο» που ανυπομονούμε να δούμε να αναρριχάται και να ανθίζει άναρχα και γρήγορα στον κινηματογραφικό φράχτη.