Σε μία καταδίωξη από ταράτσα σε ταράτσα στο Σαν Φρανσίσκο, ο ντετέκτιβ Σκότι Φέργκιουσον γίνεται μάρτυρας της θανάσιμης πτώσης ενός συναδέλφου του. Το μετατραυματικό σοκ είναι τόσο ισχυρό που του γεννά ένα σύνδρομο παραλυτικής υψοφοβίας - αυτό τον καθιστά ανήμπορο να συνεχίσει το επάγγελμα του αστυνομικού κι έτσι αποχωρεί από το Σώμα. Τότε τον συναντά ένας παλιός συμμαθητής του, σήμερα ευκατάστατος εφοπλιστής, ο οποίος του εξομολογείται ότι ανησυχεί για τη σύζυγό του, Μαντλέν. Η καταθλιπτική διάθεσή της, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της, οι εξαφανίσεις της μέσα στη διάρκεια της μέρας, τον ενεργοποιούν να σκέφτεται ότι είναι σε κίνδυνο. Τον πληροφορεί για την ψυχική νόσο που διατρέχει το DNA της οικογένειάς της: μία αριστοκράτισσα πρόγονός της, η Καρλότα Βάρντες, είχε διαβόητα πάρει τη ζωή της τον 18ο αιώνα. Αναθέτει λοιπόν στον πρώην αστυνομικό να την παρακολουθεί, να ανακαλύψει που πηγαίνει, τι της συμβαίνει. Ο Σκότι επιβεβαιώνει πράγματι τις αυτοκτονικές τάσεις της Μαντλέν, αλλά παράλληλα την ερωτεύεται παράφορα. Μόνο που η μοίρα του παίζει άσχημο παιχνίδι - σε μία κρίσιμη στιγμή θα πρέπει να αναμετρηθεί με τον ίλιγγό του για να τη σώσει. Και θα χάσει - και την αναμέτρηση και την Μαντλέν που βουτά στο θάνατό της. Καταρρακωμένος, ο Σκότι παλεύει με τις ενοχές και τους δαίμονές του για καιρό, όταν ξαφνικά στο δρόμο συναντά την κοκκινομάλλα Τζούντι - μία γυναίκα που με άλλα μαλλιά, με άλλο στυλ, θα μπορούσε να είναι το φάντασμα του έρωτά του. Ξεκινά να την μεταμορφώνει, όταν σταδιακά η αλήθεια απογυμνώνεται...
Βασισμένος στο γαλλικό μυθιστόρημα «D' Entre Les Morts» (1954) των Πιερ Μποϊλό και Τομά Ναρσεζάκ, ο Χίτσκοκ παραδίδει το 1958 την αρτιότερο ψυχολογικό θρίλερ του και μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ειρωνικά, το κοινό είχε άλλη γνώμη - παταγώδης εμπορική αποτυχία και χλιαρή υποδοχή από τους κριτικούς της εποχής.
Περνώντας τα χρόνια όμως, η εμβριθής και πολύ προχωρημένη για την εποχή της ψυχαναλυτική προσέγγιση του Χίτσκοκ ανέτρεψε την πρώτη ανάγνωση της ταινίας κι από τότε οι θεωρητικές αναλύσεις πάνω στο «Vertigo» γίνονται αντικείμενο κινηματογραφικών διατριβών.
Μια ολόκληρη βιβλιογραφία συγκρίνει το χιτσκοκικό βλέμμα με την κάθοδο του Δάντη στην Κόλαση, ή τον αρχαιοελληνικό μύθο του Ορφέα και το ταξίδι του στον Αδη για να σώσει την Ευριδίκη. Κεφάλαια έχουν γραφτεί για τα ελικοειδή σχήματα (από τους τίτλους αρχής του Σολ Μπας, μέχρι τους κότσους των ηρωίδων) ή των συμβολισμό των λουλουδιών και των αθάνατων σεκοϊάδενδρων. Ιατρικά συγγράματα δανείζονται την ταινία για να εξηγήσουν έναν όρο που δεν υπήρχε στα 50ς: το «διαγενεακό τραύμα» που ενώνει το νήμα της ζωής της Καρλότας με την Μαντλέν.
Οχι άδικα. Αυτό που αρχικά μοιάζει με ένα υπνωτικό, μυστηριώδες, καθηλωτικό θρίλερ είναι πολλά περισσότερα. Με πυκνή γραφή που αποκαλύπτεται σταδιακά, με πολλαπλές αναγνώσεις, ο Χίτσκοκ έχει συνθέσει ένα δοκίμιο πάνω στην τρωτή ανθρώπινη φύση, αγγίζοντας βαθιά και σημαντικά θέματα - για τον πόθο και την εμμονή, την ταυτότητα και την εξαπάτηση, την αγάπη και την κτητικότητα, την αιχμαλώτιση της γυναίκας κάτω από το ανδρικό βλέμμα, την μεταμόρφωσή της στο ιδανικό του, την εξαφάνισή της μέσα στην επιθυμία του.
Ακολουθούμε τον αγώνα ενός άντρα να σώσει μία γυναίκα που ερωτεύεται ή παρακολουθούμε την πάλη του να ισοφαρίσει τις ενοχές του παρελθόντος του; Αγαπάει πραγματικά ή τεστάρει τα όριά του; Πάντως όσο μεταμορφώνει την Τζούντι σε Μαντλέν, όσο ο εγωπαθής ανδρισμός του δημιουργεί «το έργο τέχνης του», αδυνατεί να δει ότι το καταδικάζει σε ασφυξία. Οπως, όσο κυνηγούσε την άπιαστη, μοιραία ξανθιά, αδυνατούσε να δει την πονηρή αλήθεια που παιζόταν κάτω από το έξυπνο ντετεκτιβικό του βλέμμα.
Ο Χίτσκοκ ενεργοποιεί όλα του τα εργαλεία, αριστοτεχνικά και ευρηματικά. Χρησιμοποιεί τα χρώματα ως ψυχογράφημα των ηρώων: ο Σκότι είναι στα κόκκινα (από την πόρτα του σπιτιού του, μέχρι τα ρούχα ή τα ερεθισμένα του μάτια), από τύψεις, από πάθος, από ίλιγγο. Η Μαντλέν/Τζούντι λούζεται σε πράσινο φως, βουτά στα πράσινα νερά του λιμανιού και ντύνεται με σμαραγδένια ρούχα, ώστε να αντιπροσωπεύει την αθανασία της φύσης ή το απόκοσμο των φαντασμάτων. Η «πεζή» φίλη Μιτζ είναι γήινα κίτρινη, μητρική, αδιάφορη. Οταν το ζευγάρι γνωρίζεται, ανταλλάζουν χρώματα - ο Σκότι φοράει πράσινο πουλόβερ, της δίνει την κόκκινη ρόμπα του. Οταν οι εφιάλτες ξυπνούν στο ταραγμένο του υποσυνείδητο, ο Χίτσκοκ με τον Μπας στήνουν μία σεκάνς νευρωτικού παροξυσμού, με επίθεση χρωμάτων και στροβιλικών σχημάτων.
Παράλληλα, ο μάστερ του σασπένς (μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας, Ρόμπερτ Μπερκς) εφευρίσκει το «dolly zoom», μία τεχνική της κάμερας με απότομο μπρος-πίσω ζουμάρισμα, που σε βάζει στην συναισθηματική κατάσταση ιλίγγου: όταν ο Σκότι ανεβαίνει τις σκάλες του καμπαναριού και κάνει το λάθος να κοιτάξει κάτω, η αίσθηση που έχουμε είναι ότι το κενό του «επιτίθεται» και τον καλεί να πέσει.
Η σκηνοθεσία του όμως δεν στέκεται σε τρικ. Με αυτοπεποίθηση και οικονομία, ο Χίτσκοκ κινηματογραφεί ακόμα και βουβά - η σεκάνς της πρώτης παρακολούθησης του Σκότι από την οδήγηση στους δρόμους και τα τοπόσημα του Σαν Φρανσίσκο, μέχρι τη βουτιά στο λιμάνι είναι μαγική. Η κάμερα γλιστρά και αωρείται, ένα φάντασμα κι αυτή στο δρόμο προς τον Αδη. Ενα αυτόνομο masteclass στο χτίσιμο της παρατήρησης, της έντασης, της αγωνίας, της ανατροπής.
Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είναι ο λόγος που η ταινία μοιάζει να αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα. Οσο μελετάει κανείς τον Χίτσκοκ συνειδητοποιεί ότι με την πρόφαση της ιστορίας του «Vertigo», ο σκηνοθέτης απελευθερώνεται από τα δεσμά του προσωπικού του ιλίγγου - τα κοιτά κατάματα και τα ξορκίζει. Οπως και στον «Σιωπηλό Μάρτυρα» μάς κλείνει το μάτι για την μανία του σκηνοθέτη να ανοίγει την κάμερα κρυφοκοιτώντας τις ζωές των άλλων, εδώ μάς αποκαλύπτει την εμμονή του με την μεταμόρφωση, την ανάγκη για πλήρη έλεγχο, τον παθιασμένο του έρωτα με την τέχνη του - το σινεμά. Ξεχνώντας ότι οι ηθοποιοί του είναι γυναίκες κι όχι αντικείμενα πόθου, που τις πλάθει, χειραγωγεί, χρησιμοποιεί σαδιστικά. Ο Σκότι είναι ο Χιτς - ικανός, ταλαντούχος και πανέξυπνος, αλλά εγωπαθής, ανασφαλής και με μία καλά κρυμμένη διαστροφή.
Ο Τζίμι Στιούαρτ (παρόλο που του χρεώθηκε η τότε αποτυχία της ταινίας λόγω της προχωρημένης ηλικίας του) ερμηνεύει τον Σκότι με αυτή την στιβαρή του ικανότητα να προσωποποιεί έναν συνηθισμένο άνθρωπο σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Τραβάει τα όριά του, ακροπατά στην τρέλα, αλλά είναι το ειδικό του βάρος που γειώνει την ερμηνεία του σε κάτι που κάθε θεατής μπορεί να ταυτιστεί. Από μεριάς της η Κιμ Νόβακ ως Μαντλέν παίζει με την ψυχρή ομορφιά του αερικού, κι ως Τζούντι με την μπανάλ απόγνωση του λαϊκού κοριτσιού. Αφανής ηρωίδα, να κλείνει το μάτι παραμερισμένη στη γωνιά της, η Μπάρμπαρα Μπελ Γκίντις, που δίνει την λύση της επιλογής της έξυπνης, δυναμικής, μοντέρνας γυναίκας. Εκείνης που μπορεί ουσιαστικά να ζαλίσει ένα αρσενικό με το ταλέντο της, αλλά να βρίσκεται και δίπλα του για να τον πιάσει όταν πέφτει.
66 χρόνια μετά και με μία 4Κ ψηφιακή αποκατάσταση (από την ομάδα που διέσωσε και την κόπια του «Σπάρτακου»), ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου» είναι έτοιμος να προκαλέσει και τους νέους θεατές να αναμετρηθούν με το ύψος του. Και να χαίρονται που θα χάσουν.