Το σινεμά είναι ο τόπος όπου η «τραγουδιάρα» στην Τρούμπα λέει μουσικές του Θεοδωράκη. Κι όπου το καθολικό ντουμπλάζ μπορεί να κάνει όλους να μιλούν με τη δημοκρατικότητα του Ρουσό. Ετσι και το «Μια Σφαίρα στην Καρδιά» είναι ένα κινηματογραφικό «μπουκάλι στη θάλασσα», που βρίσκει παραλήπτη κοντά έξι δεκαετίες μετά την αφετηρία του, για να το δούμε και να το «διαβάσουμε» και να χαμογελάσουμε νοσταλγικά με τις πολλές, γοητευτικές αδυναμίες του.

Αυτή είναι μια ταινία της οποίας η πορεία είναι τόσο πιο ενδιαφέρουσα από την πλοκή. Ο Ζαν-Ντανιέλ Πολέ ήταν, το 1966, ακριβώς 30 χρόνων κι είχε ήδη γνωρίσει κι αγαπήσει την Ελλάδα, στα ντοκιμαντέρ του, «Μεσόγειος» (1963) και «Βάσσες» (1964): ήταν, τότε, ο ανερχόμενος δημιουργός της νουβέλ βαγκ, παρότι ο ίδιος απέρριπτε τη θέση του στο κίνημα. Μ' ένα σπρώξιμο από τον φίλο του, Κώστα Φέρρη, ο Πολέ αποφάσισε να κάνει μια ταινία μυθοπλασίας, διανύοντας τη Μεσόγειο από τη Σικελία στην Ελλάδα - στον Πειραιά, την Αθήνα, τη Σκύρο. Η ταινία έγινε, προβλήθηκε το 1966 στη Γαλλία - ποτέ στην Ελλάδα, παρά αφιερωματικά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το '98 - κι εξαφανίστηκε, για ν' αναδυθεί τώρα, σε μια κόπια συντηρημένη από τη γαλλική Ταινιοθήκη, αυτή, η μοναδική συμμετοχή της Τζένης Καρέζη σε ξένη παραγωγή.

Η υπόθεση είναι προσχηματική: ένας νεαρός μαρκήσιος, φυσικά όμορφος και συνοφρυωμένος, ο Φραντσέσκο Μοντελέπρε (Σάμι Φρέι), βλέπει τον μαφιόζο Ριτσάρντι (Βασίλης Διαμαντόπουλος) να υπεξαιρεί την περιουσία του, μαζί και το οικογενειακό παλάτσο. Μην μπορώντας να δεχτεί την ταπείνωση, αποπειράται να σκοτώσει τον μαφιόζο και το σκάει - από τη Σικελία για την... Τρούμπα. Με τα πρωτοπαλίκαρα του γκάνγκστερ (επικεφαλής ο πάντα αρρενωπός και γοητευτικός Σπύρος Φωκάς που, στην ταινία, πάσχει κι από ενοχικές στομαχικές διαταραχές!) στο κατόπι, ο Φραντσέσκο γνωρίζει σε καταγώγιο της Τρούμπας την τραγουδίστρια Κάρλα (Τζένη Καρέζη), όμως όσο εκείνη τον φροντίζει και προφυλάσσει, τόσο εκείνος ερωτεύεται τη Γαλλίδα τουρίστρια Ανα (Φρανσουάζ Αρντί). Η καταδίωξη κι ο έρωτας-φυγάς δεν μπορούν παρά να έχουν μια τραγική κατάληξη, κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο.

Σε αρμονία με το κινηματογραφικό πνεύμα της εποχής, ο Πολέ αναζητά ν' ανατρέψει κάτι, σ' αυτή την περίπτωση τις συμβάσεις του γκανγκστερικού θρίλερ - να το υπονομεύσει με στοιχεία από μελόδραμα κι από, βεβαίως, αρχαία τραγωδία. Ενας άστεγος αριστοκράτης γίνεται το σύμβολο για την απώλεια του μεγαλείου του παρελθόντος στον αφιλόξενο σύγχρονο κόσμο (μ' έναν απροκάλυπτο ταξικό σνομπισμό). Αυτές, ωστόσο, οι ιδέες του Πολέ βρίσκουν την εφαρμογή τους σ' ένα φιλμ που με δυσκολία παρακολουθείται (όχι μόνο σήμερα, πιθανότατα και το '60). Τα απίθανα κενά του σεναρίου δεν συνδέονται, όσο κι αν τρέχει-τρέχει ο Φραντσέσκο σε παραθαλάσσιους δρόμους με βούρλα και, ομολογουμένως, τρέχει πολύ. Τόσο επιτηδευμένο είναι το μοντάζ της, σε μια, προφανώς, απόπειρα υπερτονισμένων jump cuts, που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι στην πορεία των χρόνων δεν χάθηκε κάτι σημαντικό από το φιλμ ή, απλώς, απαραίτητο για μια λογική συνέχεια. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, «χαρισμένη» από το θεατρικό έργο «Ενας Ομηρος», ακούγεται αδιάκοπα, χωρίς διάλειμμα, για ν' αξιοποιηθεί, λες, μια και υπάρχει. Το ντουμπλάζ όλων των ηθοποιών - ακόμα και των γαλλόφωνων ή όσων μιλούν καλά γαλλικά, όπως η Τζένη Καρέζη - δεν επιτρέπει καμία φυσική, στοιχειωδώς καλή ερμηνεία. Ούτε και βοηθούν οι à la mode ατάκες, του τύπου «φαίνεσαι δυστυχισμένος».

Δυο είναι τα στοιχεία που βοηθούν να δεις αυτό τον επισκέπτη του παρελθόντος με μεγαλύτερη υπομονή. Το ένα είναι το παιχνίδι της ανακάλυψης, του εντοπισμού των ελληνικών συμμετοχών στο καστ - η Jenny Καρέζη κι ο Βασίλης Διαμαντόπουλος είναι σημαντικοί δεύτεροι ρόλοι αλλά πώς τα πάει ο Σωτήρης Μουστάκας ως γκάνγκστερ / φωτογράφος; Πόσο κακός είναι ο Γιώργος Μούτσιος στα γαλλικά; Εχεις ξαναδεί τον Ζαννίνο σε κόντρα ρόλο; Πρόλαβες να εντοπίσεις τον Γιώργο Μαρίνο; Αυτός είναι ο Χρήστος Νέγκας; Ο Μυράτ γιατί δεν έκανε διεθνές σινεμά που τόσο του πάει;

Το άλλο και σημαντικότερο είναι το εκπληκτικό art direction, με την υπογραφή της Μαριλένας Αραβαντινού να λείπει από τα credits αλλά να διακρίνεται στην οθόνη, τη φωτογραφία του Αλέν Λεβάν, λίγο μετά την «Κλεό» της Ανιές Βαρντά, να μιμείται τα χρώματα αρχαίων κοσμημάτων, να φωτίζει τα νυχτερινά προστατευμένα και τρυφερά, αλλά τη μέρα ο ήλιος να καίει τα πάντα και, κυρίως, τα ζηλευτά ρούχα του Ντίμη Κρίτσα, την κόκκινη ρόμπα του Διαμαντόπουλου σε κοντράστ με το λευκό-μπλε πλακάκι της σιτσιλιάνικης έπαυλης, τα υπερμοντέρνα αξεσουάρ του, τα κεντημένα βραδινά της Καρέζη, το μίνι της Αρντί σε vert amande, το πράσινο του καλοκαιρινού αμύγδαλου στο δέντρο, ρούχα ικανά να μεταφέρουν το πνεύμα και τη φιλοδοξία της εποχής, πιο εύστοχα απ' ολόκληρη την ταινία.