Η νέα ταινία των Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολενταντό (το δίδυμο πίσω από την τεράστια επιτυχία των «Αθικτων», αλλά και του «Samba» και του «Ετσι Είναι η Ζωή») ξεκινάει, πατώντας πάνω στον πρωτότυπο γαλλικό τίτλο του, ευρηματικά και όλο υποσχέσεις με ένα μοντάζ από τους Γάλλους Προέδρους από το 1976 μέχρι και σήμερα να υποδέχονται ή να αποχαιρετούν το κάθε έτος λέγοντας πως φέτος ήταν ή θα είναι μια «δύσκολη χρονιά».

Τίποτα πιο ταιριαστό από τη Γαλλία σήμερα, στα πρόθυρα νευρικής (και όχι μόνο) κρίσης με την άνοδο της Λεπέν στην εξουσία να μοιάζει κάτι περισσότερο από πρόβλεψη, σε μια χρονιά που υπήρξε η πυραμίδα κοινωνικών αναταραχών, αγεφύρωτων ταξικών ανισοτήτων και δυσπιστίας ως προς το μέλλον της χώρας, της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου.

Ο, τι ακολουθεί στο «Κάθε Πέρυσι και Καλύτερα», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας δεν χαρακτηρίζεται, ωστόσο, από την ίδια ευρηματικότητα ή (τρομακτική) αίσθηση κωμωδίας, καθώς δεν θα είναι η πρώτη φορά που το πετυχημένο δίδυμο θα αστειευτεί με κοινωνικό και - γιατί όχι - πολιτικό πρόσημο. Το αντίθετο μάλιστα, αφού η ταινία μοιάζει με μια προσπάθεια μιας σατιρικής ρομαντικής κομεντί που ξεκινά ως κοινωνικός ρεαλισμός, συνεχίζει ως φάρσα και ολοκληρώνεται (έχοντας ήδη γίνει μια ή και πολλές άλλες ταινίες), σαν ένα σχόλιο πάνω στη βιωσιμότητα του πλανήτη. Χωρίς να είναι πετυχημένο τίποτα από αυτά.

Στο κέντρο της βρίσκονται δύο τύποι, ο Αλμπέρ και ο Μπρουνό, που χρωστάνε στις τράπεζες, έχοντας πλέον εγκαταλείψει προ πολλού να ελπίζουν πως κάποια μέρα θα καταφέρουν να ξεχρεώσουν. Παρεισφρύουν σε μια ακτιβιστική οργάνωση νεαρών οικολόγων, κυρίως για το δωρεάν φαγητό και το φλερτ, αλλά και γιατί σταδιακά ανακαλύπτουν πως ίσως αυτή είναι μια κάλυψη για να βγάλουν χρήματα και να επιβιώσουν. Μέχρι τη στιγμή που θα αποκαλυφθούν και κάπως θα ανακαλύψουν το - κρυφό - νόημα της ζωής.

Σχολική στην κριτική της πάνω στην υπερκατανάλωση - όσο πετυχημένη και αν είναι η σκηνή του Black Friday - και ακόμη πιο επιδερμική στον κριτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον οικολογικό ακτιβισμό, το φιλμ των Νακάς και Τολεντανό μοιάζει με ένα πολιτικό εγχειρίδιο για όσους βαριούνται να δουν καθαρά τα πράγματα και ζητούν εύκολες απαντήσεις και ακόμη πιο εύκολα συμπεράσματα για να μπορούν να σταθούν στη συζήτηση μιας παρέας. Η φανερή επιθυμία να υπάρξουν κόκκινες γραμμές που δεν θα υπερβούν την κριτική αλλά ούτε και την πολιτική ορθότητα - όπως επίσης να μην βαρεθεί και ο κόσμος με δυσνόητα πράγματα - φέρνουν το φιλμ στα όριά του πολύ νωρίς, μετατρέποντάς το σε κάτι που δεν έχει σίγουρα ιδεολογία αλλά ούτε και ταυτότητα.

Κάπου ανάμεσα στη ρομαντική κομεντί, το buddy movie και λίγο γαλλικό κλισέ για το φινάλε, το φιλμ στηρίζεται στους τρεις, ανέκαθεν στιβαρούς, πρωταγωνίστές του (Πιο Μαρμάι, Νοεμί Μερλάν και Τζοναθάν Κοέν) οι οποίοι όμως δεν μπορούν να αναπνεύσουν μέσα στους ρόλους - καρικατούρες που τους έχουν δοθεί, με αποτέλεσμα να περιφέρονται, όπως και η ίδια η ταινία, σαν διαρκώς γύρω από την ουσία των πραγμάτων χωρίς όμως ποτέ να τολμούν να την αγγίξουν.