Αν πρέπει καταχρηστικά να βρεις κάτι για να δικαιολογήσεις την ύπαρξη του «Twisters» είναι αυτή η παλιομοδίτικη γραφή που αγγίζει το all time classic (χτυπώντας κόκκινο στην έννοια «προβλέψιμο») και στο γεγονός πως κάθε φέρελπις αστέρας του σινεμά χρειάζεται ένα disaster movie στο βιογραφικό toy - είτε το όνομά σου είναι Ντέιζι Εντγκαρ Τζόουνς είτε - ακόμη περισσότερο - Γκλεν Πάουελ (ακόμη κι αν έχεις κάνει το «Hit Man» για ξεκάρφωμα).
Εκτός από το - να το πούμε - σέξι και πάντα πειστικό βλέμμα της, το σέξι και πάντα all -american (μετά κατάλευκης οδοντοστοιχίας) σαγονιού του και μια - όσο να το πεις - αγωνία μην ξεκολλήσεις μια μέρα από τα εγκόσμια και βρεθείς ανάποδα στο έλεος του τυφώνα, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να κάνει το «Twisters» κάτι περισσότερο από μια αδιάφορη ταινία που ξοδεύει χρήματα και ειδικά εφέ για να γεμίσει κινηματογραφικό χρόνο και δεν ξέρουμε ποιο άλλο κενό...
Ολα ξεκινούν όταν η Κέιτ που προσπαθεί να βρει το μυστικό της «αποδυνάμωσης» των τυφώνων, θα βρεθεί στη δίνη ενός από τους χειρότερους που θα συναντήσει ποτέ, μετρώντας ως απώλειες το αγόρι της και τους δύο πιο καλούς φίλους της. Πέντε χρόνια μετά, θα επιχειρήσει για ακόμη μια φορά να βοηθήσει μια νεοσύστατη εταιρία, χρησιμοποιώντας το χάρισμα της να αναγνωρίζει τις συντεταγμένες και την ένταση της κακοκαιρίας. Στο δρόμο της θα βρεθεί ένας σταρ του YouTube που δαμάζει τους τυφώνες προκειμένου να μεγαλώσει τον αριθμό των followers αλλά που, παρά τα φαινόμενα, είναι πιο τίμιος και ανθρωπιστής από όσους εκμεταλλεύονται την τραγωδία που αφήνουν στο πέρασμά τους οι καταστροφές για να πλουτίσουν.
Και κάπως έτσι, μια ταινία που θα μπορούσε να διαρκεί 20 λεπτά (αυτά προς το τέλος της που ειρωνικά στήνει την πιο φαντασμαγορική σκηνή της μέσα σε ένα σινεμά που παίζει το «Φρανκενστάιν») διαρκεί δύο ολόκληρες ώρες γεμάτες από κλισέ. Η κοπέλα που αρνείται να επανέλθει στην ενεργό δράση παρά το χάρισμα της, τραυματισμένη ανεπανόρθωτα από την τραγωδία που έχει βιώσει, το αγόρι που παρεξηγείται κοσμικά λόγω της επιφανειακής διασημότητας του, το άλλο αγόρι που για να καταφέρει το αδύνατο έχει πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο (βλ. καπιταλισμό) και κάθε προγργαμματισμένη από κάποιον ειδικό σκηνή δράσης που έρχεται τη στιγμή που πρέπει για να μην σηκωθείς να φύγεις για πάντα από το σινεμά.
Το παράδοξο (;) της μη σύνδεσης με την πρώτη ταινία του Γιάν ντε Μποντ, η οποία φυσικά λέει κάτι μόνο σε ηλικίες άνω των 40 και βάλε, παραμένει παράδοξο γιατί ίσως με μια τρελή ευθεία γραμμή θα μπορούσε να ενώσει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Ξεκομμένη από οτιδήποτε είναι αυτή τη στιγμή το σινεμά που ενδιαφέρει έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, η ταινία του Λι Αϊζακ Τσανγκ είναι χειρότερη και από το «Minari» (για όσους πολλούς το μίσησαν) και επίσης βάση μόνο για να γίνει ο Πάουελ - να ναι καλά η λεύκανση - σούπερ σταρ σε ένα επόμενο καλύτερο τύπου blockbuster.