Το χειροποίητο, ιδιοσυγκρασιακό, πάντα ενδιαφέρον και πάντα φιλόδοξο σινεμά του Κάρολου Ζωναρά είναι φτιαγμένο από εμμονές.
Στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία, αλλάζει ίσως μόνο η φόρμα, αν και η κατασκευή μιας άτυπα ταινίας επιστημονικής φαντασίας μοιάζει κι αυτή χτισμένη με τα αγαπημένα του νουάρ υλικά και τον προσφιλή στο έργο του πυρήνα της σχέσης ενός πατέρα με το γιό του. Σε μια παράδοξα, αλλά τελικά αποτελεσματική κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο ενορχηστρωμένη κινηματογραφική πράξη που και ξαφνιάζει και συγκινεί.
Σε ένα ακαθόριστο χώρο και χρόνο, άνθρωποι περιστρέφονται γύρω από έναν κύκλο που σχηματίζουν στο χώμα με τα πόδια τους. Περιφέρονται, αναρωτιούνται, άλλοι είναι παραδομένοι. Ολοι τους είναι νεκροί και βρίσκονται στο σημείο ανάμεσα στην οριστική αποχώρηση από οποιοδήποτε γνωστό ή άγνωστο σημείο στον μεγάλη χάρτη της ύπαρξης. Ενας άντρας αντιστέκεται, προσπαθεί να αποδείξει - και, αλλά κυρίως, μαθηματικά - ένα θεώρημα που ίσως τον κάνει να επιστρέψει πίσω. Θέλει να μάθει τι συνέβη την ώρα του θανάτου του. Δεν ήταν μόνος. Βρισκόταν εκεί ο γιος του. Αλλά και στο… τράνζιτ που βρίσκεται δεν είναι μόνος, γιατί ίσως χωρίς να το ξέρει τον παρακολουθεί και ο δικός του πατέρας.
Δεν έχει νόημα να εξηγήσει κανείς την ελεύθερη σεναριακή γραμμή που ενώνει μια τόσο παράδοξη - αλλά τελικά και λειτουργικά απλή στην ανάπτυξη της - ιστορία, ούτε να προσπαθήσει να επιβεβαιώσει τις μαθηματικές πράξεις που ακυρώνουν τις σταθερές του θανάτου. Το «Tranzit» είναι ταυτόχρονα μικρό και μεγάλο, αφελές και βαρυσήμαντο, (υπερβολικά) δραματικό - στα όρια μιας αρχαίας τραγωδίας - και (ευτυχώς υπερβολικά) ελαφρύ - σαν ένα φιλμικό πείραμα, παίζει με τις αντιθέσεις του, σε προκαλεί να ανακαλύψεις τις σινεφιλικές ή και τελικά θεωρητικές του καταβολές και εκεί που αρχίζει να προδίδεται από την μικρή του παραγωγή, φτάνει στο τελευταίο του μέρος και σε παρασέρνει χωρίς αναστολές.
Δεν γίνεται ποτέ η μεγάλη ταινία επιστημονικής φαντασίας που θα της άξιζε, αλλά σε ένα άνυδρο τοπίο, αυτό του ελληνικού σινεμά που περιστρέφεται και αυτό σε ένα τράνζιτ μιας ακατανόητης επανάληψης μοτίβων και θορύβων (και όποιος διαφέρει μοιάζει «ξένος» και παραμερίζεται), αυτή η μικρή ταινία φέρει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες που είδαμε να υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια, οφείλεις να την επαινέσεις για την τόλμη της ακόμη κι όταν σε δυσκολεύει στην θέαση της και σίγουρα για τους πιο μυημένους μοιάζει με την δεύτερη καλύτερη ταινία του δημιουργού της μετά το τελικά εφάμιλλο σε πειραματισμό, τόλμη και απόλαυση «Μπιγκ Χιτ».
Διαβάστε ακόμη: Ο Κάρολος Ζωναράς και η σοβαρότητα του να μην παίρνεις ποτέ τίποτα στα σοβαρά