Στη Γαλλία της δεκαετίας του '20, η Τερέζ, μία τυπική κόρη αστών, παντρεύεται το γείτονά τους Μπερνάρ - κάτι που εξυπηρετεί τις δύο οικογένειες στο να ενώσουν τη γη και τα πευκοδάση τους. Ο Μπερνάρ δεν είναι ούτε αντιπαθής, ούτε πιεστικός. Αντιθέτως, μοιάζει να ανέχεται τον ιδιοσυγκρασιακό της χαρακτήρα, τις εντάσεις και τις εναλλαγές στη διάθεσή της. Εκείνη όμως, σιωπηλά και σταδιακά, αρχίζει να παγώνει. Να κλείνεται στον εαυτό της. Να τον μισεί, καθώς προσωποποιεί την κοινωνική επιλογή, την παγίδα, το αδιέξοδο της. Οσο ασφυκτιά μέσα στην ανία της, όσο δεν ξέρει να εκφράσει τις ανησυχίες της, η θηλιά τυλίγεται πιο σφιχτά στο λαιμό της. Μέχρι που αντιδρά. Δηλητηριάζει τον Μπερνάρ κι εκείνος την εκδικείται. Φυλακισμένη στο σπίτι τους βυθίζεται στη θλίψη της...
Η τελευταία ταινία του Κλοντ Μιλέρ πριν πεθάνει, βασίζεται στο βιβλίο του 1927 «Thérèse Desqueyroux» του Φρανσουά Μοριάκ, και είχε μεταφερθεί ξανά στο σινεμά από τον Ζορζ Φρανζί το 1962 με την Εμανουέλ Ριβά στον κεντρικό ρόλο. Η ιστορία της Τερέζ που σε προ-φεμινιστικές εποχές διακατέχεται από πνεύμα ελευθερίας κι ασφυκτιά στον επαρχιώτικο τρόπο ζωής δίνει την ευκαιρία για έναν εξαιρετικό γυναικείο χαρακτήρα και την αποτύπωση του κοινωνικού πλαισίου με τρόπο που να θυμίζει μοντέρνα «Αννα Καρένινα».
Ομως ο Μιλέρ παίρνει την απόφαση να δείξει τη γυναικεία καταπίεση περισσότερο ψυχολογικά κι όχι τόσο μέσα από τη δραματουργία. Σε συνεργασία με τον εξαιρετικό φωτογράφο του, Ζεράρ ντε Μπατιστά, καδράρει τα πλάνα του ως πίνακες νεκρής φύσης με γήινα αλλά μουντά χρώματα και κινηματογραφώντας τα πευκοδάση ως επιβλητικά κάγκελα ενός αόρατου κελιού. Στο κέντρο η θλιμμένη Τερέζ σταδιακά μοιάζει κι εκείνη ως ένα κομμάτι του ακίνητου, βωβού τοπίου. Οταν μία φωτιά θα πιάσει στα πεύκα, η βία, το χρώμα και η κίνηση στην εικόνα δίνουν, ειρωνικά, μία νότα ζωής στην ηρωίδα: υποπτευόμαστε τα καταπιεσμένα ένστικτά της, το πάθος της για εμπειρίες, τη φλόγα που σιγοβράζει και θέλει να σαρώσει τα πάντα. Είναι και η ίδια μια φωτιά σκεπασμένη από στρώσεις πάγου.
Στο μεγαλύτερο κομμάτι της η ταινία επιμένει να μας υποψιάζει για το υπόκωφο δράμα της ηρωίδας μέσα από τη σιωπή της και τη μη-δράση. Ολο το βάρος πέφτει στην πρωταγωνίστρια Οντρέ Τοτού να κουβαλήσει στο ακίνητο πρόσωπό της τη βαθιά απόγνωση της Τερέζ. Η Τοτού δεν είναι σε καμία περίπτωση κακή - κάθε βλέμμα της, κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη της μοιάζει να έρχεται σε σύγκρουση με όσα σκέφτεται, σε μία μελετημένη ερμηνεία. Δυστυχώς όμως αποδεικνύεται ότι η προσπάθειά της δεν είναι αρκετή για να απογειώσει το δράμα σε κάτι περισσότερο από ταινία παρατήρησης.
Χωρίς ενέργεια, ρυθμό και... ζωή η ταινία καταλήγει να μοιάζει με την ίδια την Τερέζ. Ενα κουφάρι γυναίκας που κάποτε είχε όνειρα για κάτι σπουδαιότερο, αλλά απέτυχε να τα υπερασπίσει και επέτρεψε στον πνεύμα της να σβήσει.