Η Δρ. Αλήθεια είναι μία μεσήλικη ακαδημαϊκός, μία καθηγήτρια αφηγηματολογίας, η οποία ψάχνει με τετράγωνη λογική αυτό που μαρτυρά το όνομά της: την αλήθεια στην προφορική και γραπτή παράδοση των λαών. Ο κυνισμός της είναι η προστασία της: ο πρώην σύζυγός της την έχει εγκαταλείψει για μία νεότερη γυναίκα - αυτό κι αν είναι το αρχαιότερο αφήγημα στον κόσμο. Από τότε ζει μία μοναχική ζωή, επικεντρωμένη στο επάγγελμά της κι απαγορεύοντας στον εαυτό της κάθε ελπίδα συντρόφευσης. Σ' ένα συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη όμως, η ζωή της θα αλλάξει. Ενα μικρό γυάλινο μπουκάλι που θα αγοράσει από το γιουσουρούμ αποδεικνύει ότι υπάρχει... αλήθεια και στους μύθους. Γιατί το μπουκάλι είναι στην ουσία λυχνάρι κι απελευθερώνει, μετά από 3000 χρόνια, ένα φυλακισμένο Τζίνι. Κατά την παράδοση, εκείνο προθυμοποιείται να της εκπληρώσει τρεις ευχές. Εκείνη όμως δεν επιτρέπει στο μυαλό της να σκεφτεί τι θα την έκανε ευτυχισμένη, ούτε στην καρδιά της να ελπίσει. Τότε το Τζίνι, αρχίζει να της αφηγείται τη ζωή του. Ιστορίες, που η Αλήθεια καλείται να ακούσει εγκεφαλικά, ή να τις νιώσει ως σκίρτημα.

Ο Τζορτζ Μίλερ επιστρέφει μετά τον θρίαμβο του «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» και λίγο πριν ξεκινήσει γυρίσματα της πολυαναμενόμενης «Furiosa», με ένα πολύ διαφορετικό σκηνοθετικό έπος, αλλά με μία παρόμοια ανάγκη να υπερασπιστεί το σινεμά - τον ρομαντισμό της φαντασίας, απέναντι στον ρεαλισμό της πραγματικότητας. Πατώντας πάνω σ' ένα διήγημα της (βραβευμένης με Booker) Αντόνια Σούζαν Μπάιατ, αλλά και επιλέγοντας με ποιητική άδεια στοιχεία από τη «Χίλιες και μια Νύχτες» μυθολογία, κατασκευάζει το δικό του παραμύθι - παρασύροντας το θεατή από τους έρωτες της Βασίλισσας της Σίμπα, στις μηχανορραφίες αδίστακτων σουλτάνων, κι από τον εγκλεισμό σε οθωμανικά χαρέμια, στις εφευρέσης της αναγέννησης, όπου γυναίκες δεν είχαν πρόσβαση στη γνώση και τις επιστήμες.

Καθόλου τυχαία, το σενάριό του στηρίζεται στον αφηγηματικό λόγο των ηρώων του - η διάδραση της Αλήθειας με το Τζίνι διακόπτεται με συνεχή voice over μύθων και σκέψεων. Ο Μίλερ με αυτό τον τρόπο υποκλίνεται στην πρώτη ανάγκη όλων των παραμυθάδων, όλων των μορφών: να σου πουν μια ιστορία. Ταυτόχρονα, η γυναίκα είναι και πάλι στο επίκεντρό του. Εχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς εξετάζει τις ανάγκες της γυναίκας μέσα στους αιώνες, την επιβεβλημένη συμπεριφορά της, τον καλυμμένο πόθο, αλλά και την συνεχή της πάταξη ως κάτι κατώτερο: αν είναι συναισθηματική, κρίνεται ως ρομαντικά υπερφύαλη. Αν είναι σαν την Αλήθεια, απομονώνεται ως ψυχρή μεγαλοκοπέλα.

Η Τίλντα Σουίντον βρίσκεται απέναντι σ' έναν πολύ δύσκολο ρόλο. Στους ώμους της κουβαλά την αξιοπιστία μίας ηρωίδας που πρέπει να συγκεράσει την αληθοφάνεια (ειρωνικό;) της ιστορίας που βιώνει, με το δικαίωμα στο παραμύθι που μυστικά επιθυμεί. Να γεφυρώσει το παγερό της, εγκρατές παρουσιαστικό με μία φλόγα που σιγοκαίει... 3.000 χρόνια. Να μάς πείσει και να μάς παρασύρει να βγούμε κι από το δικό μας κυνισμό και να παρασυρθούμε από το γλυκό ψέμα που είναι...όλα όσα δεν μπορούν να αποδειχθούν επιστημονικά στη ζωή. Πάνω από όλα, πρέπει να στέκεται με ψύχραιμο νατουραλισμό και μία κουρδισμένη σε σωστές ισορροπίες ερμηνεία απέναντι σ' έναν γιγαντωμένο Ιντρις Ελμπα, ο οποίος, προς τιμή του, γλιστράει στην αέρινη υπόσταση του Τζίνι με γοητεία, μελαγχολία και γλυκύτητα.

Δυστυχώς όμως, το φιλόδοξο όραμα του Μίλερ δεν στηρίζεται σε στιβαρούς άξονες. Η τελική αφήγηση στο σινεμά είναι η εικόνα του. Τα οπτικοποιημένα του παραμύθια υπόσχονται πλούσιο θέαμα, αλλά καταλήγουν σε μία πολύχρωμη απεικόνιση τυπικών σκηνικών και κουστουμιών εποχής, με έναν περιτύλιγμα δευτεροκλασάτων ειδικών εφέ. Χαζεύεις την οθόνη, αλλά δεν μαγεύεσαι. Παρακολουθείς τη δράση, αλλά δεν απογειώνεσαι.

Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σεναριακά. Οι ιστορίες μοιάζουν με ωραίες ιδέες για να κοιτάξεις την αληθινή ζωή κατάματα, μέσα από το πρίσμα της μυθοπλασίας, αλλά ο Μίλερ δεν καταφέρνει να αποφύγει τα κλισέ, το μελό και σε στιγμές ακόμα και τον διδακτισμό.

Είχαμε μεγάλη προσμονή για αυτή την ταινία, αλλά ο Μίλερ δεν πραγματοποίησε την ευχή μας.