Xιτζάζ, 1916. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτείνει σιδηρόδρομο που θα ενώνει τη Δαμασκό με την Μεντίνα, οι Αραβες έχουν ξεσηκωθεί με οργανωμένη αντίσταση, οι Βρετανοί βοηθούν την επανάσταση, αλλά ο λαός είναι παγιδευμένος ανάμεσα στα πυρά. Οπως η φυλή του Τεέμπ, ενός μικρού Βεδουίνου ο οποίος μεγαλώνει με τον προστατευτικό μεγάλο του αδελφό Χουσεΐν, μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα τους. Οι Βεδουίνοι είναι κατεξοχήν νομάδες που λειτουργούν ως οδηγοί στην έρημο. Η επέκταση του σιδηρόδρομου τούς καταργεί. Οταν ένας παράξενος βρετανός στρατιώτης καταφθάνει ένα βράδυ στην κατασκήνωσή τους και ζητά βοήθεια για να βρει ένα πηγάδι κοντά στις τουρκικές γραμμές, ο Χουσεΐν επιβάλλεται να βοηθήσει (σύμφωνα με τις παραδόσεις φιλοξενίας της φυλής του). Ο Τεέμπ αψηφά τις εντολές του να μείνει πίσω και τον ακολουθεί.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νάτζι Αμπού Νουάρ είναι ένα καλοδουλεμένο (τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά) δράμα που λειτουργεί τόσο σε προσωπικό επίπεδο, με μία ιστορία επιβίωσης κι άγριας ενηλικίωσης, όσο και σε ιστορικοπολιτικό: ο «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν (με αφηγηματικό άξονα την ίδια ιστορική εποχή) μας είχε παρουσιάσει το Βρετανό ήρωα ως απελευθερωτή στο πλευρό του δικαίου, ενώ εδώ βλέπουμε την άλλη πλευρά, αυτή του αραβικού λαού και της επιβολής της Δύσης στη γεωπολιτική τους οντότητα στις αρχές του 20ου αιώνα.
Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι κουβαλούν μία γοητευτική δύναμη και ενέργεια, ο Νουάρ δεν καταφεύγει ποτέ σε ευκολίες, αναγνωρίσιμα στερεότυπα και στρογγυλεμένες καθάρσεις. Κινεί τα νήματα της ιστορίας του με συνέπεια και χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στην πικρή πραγματικότητα και τις σκληρές αποφάσεις που πρέπει να πάρει ο μικρός ήρωας, ο οποίος, μη σας ξεγελά το γλυκό παρουσιαστικό του, τιμά το όνομά του («Theeb» σημαίνει «λύκος»).
Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι κουβαλούν μία γοητευτική δύναμη και ενέργεια, ο Νουάρ δεν καταφεύγει ποτέ σε ευκολίες, αναγνωρίσιμα στερεότυπα και στρογγυλεμένες καθάρσεις.»
Το επικό τοπίο επίσης δεν σκηνοθετείται με καλλιγραφικές τάσεις, αλλά ως απαραίτητο στην κατανόησή μας κομμάτι του σεναρίου. Ολα τα βλέπουμε (και τα ακούμε, καθώς η χρήση του ήχου είναι αριστουργηματική) από το ανάστημα και την κατανόηση του μικρού Τεέμπ. Ολα έχουν μία δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Η έρημος, τα πηγάδια, αλληγορίες μοναχικής αφιλόξενης απεραντοσύνης, παγιδευμένων συνόρων ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση και εκτεθειμένων λαών στα επεκτατικά σχέδιά τους.
Ο Νουάρ έχει ομολογήσει ότι ήθελε να κάνει ένα αραβικό γουέστερν στα πρότυπα του Σέρτζιο Λεόνε. Καταφέρνει πολλά περισσότερα. Με έναν αφαιρετικό και τίμιο τρόπο, μάς ξεναγεί σε όσα ιστορικά επαναλαμβάνονται στο εύφλεκτο αυτό κομμάτι του χάρτη, υποδεικνύοντας όσα η ανδρική φωνή στην αρχή (ο πατέρας του Τεέμπ;) αφηγείται: «μην εμπιστεύεσαι ποτέ τη φιλία ενός λύκου, δεν θα κρατήσει...»