Κονέκτικατ, 1992. Ενα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα ανακοινώνει στον 70χρονο αμερικανό συγγραφέα Τζο Κάστλμαν αυτό που ονειρευόταν: θα είναι ο αποδέκτης του Νόμπελ Λογοτεχνίας της χρονιάς. Η γυναίκα του, Τζόαν Κάστλμαν, ακούει και η ίδια τα νέα από την άλλη συσκευή. Πανηγυρίζει, χοροπηδώντας μαζί του πάνω στο κρεβάτι. Ετοιμάζει τις βαλίτσες τους και τον συνοδεύει στη Στοκχόλμη. Είναι εκείνη που αυτός αποκαλεί «αγάπη της ζωής του». Εκείνη που ρυθμίζει τις υποθέσεις του, τις εκρήξεις θυμού του, την προβληματική σχέση με τον επίσης συγγραφέα γιο τους. Εκείνη που κουβαλά το παλτό του, τα γυαλιά πρεσβυωπίας του, τα μυστικά του. Γυρνώντας το χρόνο πίσω στα 60ς, μαθαίνουμε την ιστορία τους. Εκείνος, ο παντρεμένος καθηγητής της στο πανεπιστήμιο, εκείνη η πιο ταλαντούχα συγγραφέας στην τάξη του. Εκείνος παρατά γυναίκα και παιδί. Εκείνη την καριέρα της. Αλλωστε τι καριέρα μπορούσε να έχει μία γυναίκα συγγραφέας στα 60ς; Τι πιο φυσιολογικό να διοχετεύσει όλο το ταλέντο, την ενέργεια και την αφοσίωσή της στο να στηρίξει τον άντρα της στη δική του; Αυτό δεν κάνει μία καλή σύζυγος;
«Σε παρακαλώ πολύ, μη με περιγράψεις σα θύμα στο βιβλίο σου. Είμαι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από αυτό» λέει κάποια στιγμή η Τζόαν σ' έναν γλοιώδη δημοσιογράφο και φιλόδοξο βιογράφο του άντρα της που τους ακολουθεί στη Στοκχόλμη. Εκείνος μόλις έχει υπαινιχθεί ότι ξέρει τα μυστικά τους: και δεν εννοεί μόνο τις συνεχείς απιστίες του Τζο, μέσα από τις οποίες προσπαθεί να επιβεβαιώσει, ξανά και ξανά, τον εγωισμό του. Αυτή η ατάκα της, ειδικά έτσι όπως η Γκλεν Κλόουζ την εκφέρει, με την ηρεμία που προηγείται της καταιγίδας, είναι ο άξονας της ταινίας.
Γιατί η κινηματογραφική μεταφορά του Μπιορν Ρούνγκε («Happy End», «Daybreak») στο ομότιτλο βιβλίο της Μεγκ Γουόλιτζερ («The Wife», 2003) επιχειρεί να εξετάσει αυτό ακριβώς: είναι θύμα αυτή η γυναίκα; Είναι θύμα μία συγγραφέας που σε δεκαετίες που άντρες διευθύνουν τις εκδοτικές εταιρίες, άντρες είναι οι αρχισυντάκτες των λογοτεχνικών περιοδικών και οι κριτικοί που καθορίζουν ποιος αξίζει να βγει από το σωρό, προτίμησε να μην μείνει στο ράφι (κυριολεκτικά και συμβολικά); Είναι θύμα η γυναίκα που ερωτεύεται, καμαρώνει, στηρίζει τον σύντροφό της με όλη της την καρδιά κι όλα της τα εργαλεία; Είναι θύμα η σύζυγος που μεγάλωσε με αξίες που θέλουν όλες της τις θυσίες, τους συμβιβασμούς, τα στραβά μάτια να γίνονται θεμέλια της οικογένειας; Αυτό άλλωστε δεν απαιτεί μια σχέση; Να διαλέγεις τις μάχες σου, να συμβιβάζεσαι, να καταθέτεις το προσωπικό σου ταλέντο, εγωισμό, όνειρο στον κοινό σας λογαριασμό;
Η ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του διαλόγου είναι πόσο βαθιά ριζωμένες, πόσο εσωτερικευμένες σε μία τρομαχτική κανονικότητα είναι οι λάθος αντιλήψεις δεκαετιών που ακόμα οδηγούν άντρες και γυναίκες σε αδιέξοδο. Πόσα θεωρούμε «νορμάλ» (την αυτοθυσία, την ομαδικότητα, την προτεραιότητα του άλλου). Πόσα μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα και να μπερδεύουν την κρίση μας (η Τζόαν είναι πανέξυπνη και κυρία, αλλά μένει στη σκιά - ο Τζο τη χρειάζεται και την αγαπά, αλλά αγαπά περισσότερο τον εαυτό του). Πόσα καταπίνουμε (την απιστία, εφόσον εκείνος πάντα επιστρέφει). Κυρίως πόσα αποτελούν πράξη κι απόδειξη αγάπης. Η Τζόαν κάθεται και διορθώνει τα γραπτά του άντρα της με τον τρόπο που μία τρυφερή σύζυγος μαντάρει μία κάλτσα. Είναι περιποίηση, φροντίδα, όχι καθήκον. Και κάπου μέσα στις δεκαετίες, βελονιά βελονιά, παίζοντας ρόλους στη σκηνή αυτού του γάμου, χάνει τον έλεγχο, χάνει και την ταυτότητά της. Γιατί η απάντηση στο αν υπήρξες θύμα είναι διαυγής μόνο όταν κοιτάς πίσω και απαντάς σε κάτι άλλο πρώτα: άξιζε τον κόπο ή έχασα τη ζωή μου;
«Είναι ένα τεράστιο κλισέ. Μπορείς να γράψεις κάτι πολύ καλύτερο» ξεστομίζει μία απερίσκεπτη κριτική στο γιο του, ο ανελέητος Τζο. Κι ο Ρούνγκε μάς κλείνει το μάτι για όλη του την ταινία. Ναι, όλο αυτό για το οποίο συζητάμε είναι ένα τεράστιο κλισέ. Αυτό βέβαια οφείλεται και στον ίδιο τον σκηνοθέτη, καθώς, δυστυχώς, του ξεφεύγουν οι ισορροπίες (ειδικά όσο πλησιάζουμε προς την κορύφωση) και το σχόλιό του για τη γυναικεία υποτίμηση και τον ανδρικό ναρκισσισμό γίνεται επεξηγηματικό, επαναλαμβανόμενο, υεπεραναλυτικό, τετριμμένο. Κάποιος με πιο ικανό φίλτρο και χαλινάρι θα έκανε μία πραγματικά σπουδαία ταινία με αυτό το θέμα.
Η μεγάλη του τύχη όμως κι ο λόγος που η ταινία διασώζεται ως κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον, είναι το ζευγάρι των βιρτουόζων πρωταγωνιστών του. Ο Τζόναθαν Πράις, σ' ένα ρόλο που θα μπορούσε να ξεφύγει τόσο εύκολα σε κάτι σχηματικό, σε πείθει για όλα. Τον αναγνωρίζεις αυτόν τον άντρα. Τον έχεις κάποτε ερωτευθεί. Είναι αξιόλογος, ταλαντούχος, γοητευτικός, περφόρμερ. Κλέβει τις εντυπώσεις, κλέβει και την καρδιά σου. Η προσωπικότητά του γεμίζει το δωμάτιο, αδειάζοντας τις δικές σου μπαταρίες. Σε αγαπά, το εννοεί, σε απατά και θα το ξανακάνει. Ο Πράις ερμηνεύει τον Τζο όπως του αξίζει: σαν μία μεγαλειώδη δημόσια περσόνα και ταυτόχρονα έναν πολύ λίγο άντρα - ταραγμένο κι εξοργισμένο κάθε φορά που κάποιος πάει να του βγάλει τη μάσκα, ή να του κλέψει τον προβολέα.
Βέβαια, σε αυτό το τελευταίο, δεν έχει καμία τύχη δίπλα στην Κλόουζ. Αν η Τζόαν της δεν έχει βγει μίζερη, κακομοίρα, «θύμα», οφείλεται ξεκάθαρα σε αυτήν. Η Κλόουζ την έχει μελετήσει με σεβασμό στις λεπτομέρειες. Ξέρει πώς να αποδώσει κάθε της βλέμμα, κάθε της παύση. Πρέπει εσύ να την κοιτάξεις καλύτερα για να διαβάσεις το καλειδοσκοπικό της πρόσωπο. Δεν είναι ευθύνη της Τζόαν που τη βλέπεις απλά σαν «σύζυγο». Είναι η δική σου προκατάληψη. Εκείνη είναι μια ολότητα. Θα της προσδώσει τρυφερότητα, καμάρι, αφοσίωση, ζήλεια, αγωνία, απόγνωση, καρτερικότητα, αυστηρότητα, ευφυΐα, στωικότητα, πικρία, οργή. Η Τζόαν είναι η γυναίκα που θα σε προσέχει για να μη σε σκοτώσει η χοληστερίνη σου, αλλά αν πας να την υποτμήσεις θα σε εκτελέσει με το βιτριολικό της χιούμορ, την κοφτερή της ειρωνία, το σηκωμένο της φρύδι.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της Κλόουζ όμως είναι ότι ερμηνεύει την ένταση της ηρωίδας της... ανάποδα. Στις περιπτώσεις αφύπνισης, οι πραγματικά κλισέ ταινίες παρουσιάζουν ένα αδύναμο ανθρωπάκι που σταδιακά βρίσκει το κουράγιο του και κάνει την επανάστασή του. Οχι εδώ. Οσο η Τζόαν δεν έχει ξυπνήσει ακόμα, η Κλόουζ της δίνει μία απίστευτη αυτοπεποίθηση, μία ήρεμη δύναμη. Σιωπά κι αφήνει τον Τζο να παίρνει τη σκηνή με κάθε ευκαιρία, αλλά το ύφος της είναι πράο, γαλήνιο, συμφιλιωμένο. Μπορείς όμως να αφουγκραστείς ότι κάτι από κάτω σιγοβράζει. Και η Κλόουζ το κάνει να μοιάζει με βουβή παλίρροια. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει μόνη της, μέχρι που δεν μπορεί πια να το κοιμήσει. Και τότε, τραβάει στην Τζόαν την περόνη. Κι αρχίζει να την ερμηνεύει χωρίς άξονα, χωρίς ισορροπία. Τρομαγμένη. Με αυτό που πρόκειται να κάνει, με έναν εαυτό που δεν αναγνωρίζει, είχε ξεχάσει. Αυτός ο φόβος, αυτό το σάστιμα, κάνουν την ερμηνεία της Κλόουζ ανθρώπινη και οικεία. Γιατί οι πραγματικές επαναστάσεις είναι τρομαχτικές.
Αντί επιλόγου, μία μικρή παρατήρηση: μικρότερο, αλλά πολύ διασκεδαστικό το σχόλιο του Σουηδού σκηνοθέτη για το ίδιο το βραβείο Νόμπελ. Ο τρόπος που αποτυπώνει την εθιμοτυπία του, τις πρόβες του, τη φιέστα του, λέει πολλά για τα βραβεία. Και είμαστε σίγουροι ότι αυτό το ξέρει και η ίδια η Κλόουζ που έχει χάσει 6 φορές το Οσκαρ, αλλά φέτος μπορεί να βρεθεί στη σκηνή της Ακαδημίας.