Τον σκηνοθέτη Χουάν Χοσέ Καμπανέλα οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από την υπέροχη ταινία του «Το Μυστικό στα Μάτια της» το 2009, η οποία κέρδισε την ίδια χρονιά και το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Από τότε ο Καμπανέλα αποφάσισε να μείνει εκτός σινεμά και να ασχοληθεί, κυρίως με την τηλεόραση, αλλά δέκα χρόνια μετά την οσκαρική του επιτυχία (και μια ταινία κινουμένων σχεδίων ενδιάμεσα) επέστρεψε με μια μαύρη κωμωδία «Το Κόλπο της Νυφίτσας», ριμέικ της ταινίας του 1976 «Los Muchachos de Antes no Usaban Arsénico» του Χοσέ Αντόνιο Μαρτίνεζ Σουάρεζ.

Οπως και στην ταινία του 1976, έτσι και τώρα, μια παρέα τεσσάρων παλιών φίλων που αποτελείται από έναν σκηνοθέτη, μια σεναριογράφο, μια ηθοποιό και τον σύζυγό της μοιράζονται μια μεγάλη έπαυλη έξω από το Μπουένος Αϊρες. Η συνύπαρξή τους απειλείται από ένα νεαρό ζευγάρι που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά στην πόρτα τους μια μέρα, το οποίο φαίνεται να έχει δόλιες προθέσεις.

Διαβάζοντας και μόνο την περίληψη η ταινία σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Και η αλήθεια είναι πως, μέχρι ένα σημείο, ο Καμπανέλα πετυχαίνει να σε κάνει να επενδύσεις στο σενάριο και στους χαρακτήρες της. Είναι ακριβώς αυτό το περίπλοκο, φαινομενικά, μυστήριο, τα μυστικά, και το κατάμαυρό της χιούμορ το οποίο από την πρώτη στιγμή καταφέρνουν να σε γοητεύσουν.

Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται η δυναμική της παρέας των τεσσάρων frenemies οι οποίοι συζούν στην έπαυλη, με τη χημεία τους να παραμένει ως το τέλος η κινητήριος δύναμη της, με τις βιτριολικές τους ατάκες, τα φονικά βλέμματα, και την ειρωνεία τους να κόβει σαν μαχαίρι την ατμόσφαιρα, να αποτελούν ίσως τις καλύτερες στιγμές της ταινίας. Η Γκρατσιέλα Μπόρχες ξεχωρίζει στον ρόλο της Μάρα, ως μια εγωιστική μεγάλη σταρ του σινεμά που δεν θέλει να ξεχαστεί και ζει μέσα από στο ένδοξο παρελθόν της, χωρίς όμως να βλέπει το παρακμιακό της παρόν. Η Μπόρχες παίζει τον ρόλο της στα όρια της καρικατούρας χωρίς, ευτυχώς, να τα ξεπερνά αλλά πάντα με τις σωστές δόσεις ευαισθησίας, bitchiness και γοητείας, καθώς είναι ίσως και ο μόνος χαρακτήρας που νιώθεις πως έχει ένα είδος εξέλιξης ως το φινάλε.

Οι υπόλοιποι της παρέας της, Οσκαρ Μαρτίνεζ, Λούις Μπραντόνι και Μάρκος Μούντστοκ, αλλά και οι δυο νέοι αντίπαλοί τους, Κλάρα Λάγκο και Νικολάς Φραντσέλα, έχουν ο καθένας τις στιγμές τους, και οι αλληλοεπιδράσεις τους δεν παύουν να προκαλούν κάποιες στιγμές διασκέδασης, αλλά παραμένουν γραμμικοί μέχρι το τέλος.

Μπορεί η ταινία να βασίζεται κυρίως στις ερμηνείες του χαρισματικού της καστ, αλλά απογυμνωμένη από όλα αυτά παρατηρεί κάποιος μια επίπεδη, και ενίοτε παραφουσκωμένη, αφηγηματική προσέγγιση. Ο Καμπανέλα προσεγγίζει τις πιο δραματικές στιγμές της με μια αίσθηση απρόβλεπτου camp, το οποίο κάνει όλο αυτό να πέφτει στο κενό, και απλά αφήνει χώρο για ακόμη περισσότερα αστεία. Αλλά ακόμα και ως μαύρη κωμωδία, η ταινία δεν πείθει όπως θα έπρεπε. Ναι το βιτριολικό χιούμορ είναι άφθονο, αλλά μερικές φορές μοιάζει άβολο, το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου δείχνει αφύσικο, με τον Καμπανέλα να φαίνεται να μην γνωρίζει να χειριστεί όλα αυτά με τον κατάλληλο τρόπο, την απαιτούμενη λεπτότητα, αλλά και τις απαιτούμενες παύσεις για ανάσα, αφήνοντας απλά μια πικρή γεύση στο τέλος.

Σίγουρα υπάρχει μια δόση διασκέδασης στο «Κόλπο της Νυφίτσας». Μόνο που κάποιος θα περίμενε περισσότερα πράγματα από τον Καμπανέλα και ένα τόσο υπέροχο καστ.