Το καινούριο αυτό «Τhe Suicide Squad» δεν είναι παρά ένας καθρέφτης του «Guardian of the Galaxy», της saga που έφτιαξε και αποθέωσε ο Τζέιμς Γκαν σε δύο ταινίες που διακριτά υπήρξαν ο,τι πιο fun και πιο κοντά σε b-movie είχε να επιδείξει η Marvel στην δεύτερη και τρίτη φάση της - και σε μια τρίτη ταινία που έρχεται στην τέταρτη φάση, προγραμματισμένη για το 2023, με τον δημιουργό της να έχει απολυθεί (εξαιτίας μιας σειράς ρατσιστικών tweets που είχε υπογράψει στο παρελθόν), επαναπροσληφθεί και ενδιάμεσα αλλάξει στρατόπεδο προς την «αντίπαλη» εταιρία επιδεικνύοντας υπεροχή και, εντάξει, ακόμη ένα εξαίσιο δείγμα του ποτισμένου από τη σινεφιλία και τον «παιδικό» ενθουσιασμό ταλέντου του.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως η DC/Warner έδωσε ελευθέρας στον Τζέιμς Γκαν να αποδεσμευτεί από οποιαδήποτε λογική ενός σίκουελ, ειδικά μετά την πλήρως «αποτυχημένη», αδιάφορη και σοβαροφανή ταινία του Ντέιβιντ Αγιερ που της κόστισε και σε δολάρια και σε κύρος, και να ενεργήσει αυτόνομα, σαν ο κόσμος να μην είχε ξαναδεί ποτέ την Ομάδα Αυτοκτονίας εν δράσει. Αυτή τη φορά ήταν επιβεβλημένο αυτή η ομάδα των απόκληρων της DC να αποκτήσουν υπόσταση ανάλογη με τους απόκληρους «Φύλακες του Γαλαξία»: κατάδικους, ζώα που μιλούν και γυναίκες - δηλητήριο, κατά λάθος ήρωες δηλαδή σε μια αποστολή-δεύτερη ευκαιρία, υψηλού ρίσκου σε κάθε περίπτωση για τη σωτηρία του κόσμου.
Ο Τζέιμς Γκαν θέλησε, ευχήθηκε και πέτυχε να κρατήσει από την πρώτη ταινία την Βαιόλα Ντέιβις στο ρόλο του εγκεφάλου της Ομάδας, Αμάντα Γουόλερ (γιατί έτσι…) και φυσικά την Χάρλεϊ Κουίν της Μάργκο Ρόμπι, τον πιο πλήρη χαρακτήρα που γέννησε η ταινία του Αγιερ, πλέον με δικό της origin film («Birds of Prey»), αλλά κυρίως με μια (σπουδαία) ηθοποιό που ελίσσεται ανάμεσα στην τρέλα, το sexiness και (κυριολεκτικά) το flower power, σαν γνήσια επαναστάτης μιας άλλης λιγότερο politically correct, αλλά περισσότερο ενδυναμωτικής για τις γυναίκες και τα θέλω τους εποχής.
Μαζί της επιστρέφει και ο Τζόελ Κιναμαν ως Ρικ Φλαγκ (ο μόνος άντρας από την πρώτη ταινία μαζί με τον Captain Boomerang του Τζάι Κόρτνεϊ που παίζει μόνο για λίγα λεπτά), σε μια νέα Ομάδα Αυτοκτονίας που αποτελείται από τον Bloodsport του Ιντρις Ελμπα, τον Peacemaker του Τζον Σένα, τον Polka-Dot Man του Ντέιβιντ Νταστμάλχιαν, την Ratcatcher 2 της Ντανιέλα Μελχιόρ, τον Καρχαρία Νανάουε με τη φωνή του Σιβλέστερ Σταλόνε. Η αποστολή τους είναι απλή: να φτάσουν στο Κόρτο Μαλτέζε (!) της Νοτίου Αμερικής και να τερματίσουν το Project Starfish, ένα εξωγήινο πείραμα - «όπλο» που βρίσκει τις ρίζες του στο Τρίτο Ράιχ και απειλεί να εξαφανίσει την ανθρωπότητα.
Ό,τι ακολουθεί είναι ένας καλογραμμένος, καλοπαιγμένος και σκηνοθετημένος με γνώση και νου θρίαμβος του απόλυτου entertainment και σχεδόν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Είναι λογικό πως κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο (φανταστικό) μέρος, το «The Suicide Squad» σκαλώνει, έχοντας επενδύσει μονομανώς στο fun, αλλά έχοντας συστήσει με πραγματικό ενθουσιασμό τους αντι-ήρωές του καταφέρνει να μην προδώσει κανέναν και κυρίως τον θεατή που ήδη από νωρίς στην ταινία έχει παραδοθεί στην ανώφελη, γελοία σε στιγμές, αν και ύπουλη, γοητεία ενός b-movie που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι πήρε το πράσινο φως από ένα μεγάλο στούντιο χωρίς ρητές απαίτησεις για συμβιβασμούς.
Μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στους αντι-ήρωες του, ο Τζέιμς Γκαν δίνει χώρο στον Ιντρις Ελμπα να επιβεβαιώσει το διαμέτρημα του action hero που όλο ακούμε και δεν βλέπουμε, διασκεδάζει τρομερά με το αλά Ντέιβ Μπαουτίστα (από τους «Guardians of the Galaxy») εκτόπισμα του Τζον Σένα, επενδύει (με βλέμμα στο φινάλε) στην μελοδραματική οικογενειακή ιστορία της Ratcatcher, δίνει στον Τζόελ Κίναμαν το ρόλο του γόη gone wrong, κάνει τον King Shark σχεδόν πιο εμβληματικό και από τον Rocket των «Guardians of the Galaxy», στήνει την Χάρλεϊ Κουίν στο βάθρο μιας κλασικής υπερηρωίδας που δεν χρειάζεται πλέον να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν και… διασκεδάζει αφόρητα μαζί τους.
Το «Suicide Squad» του Τζέιμς Γκαν είναι όλα όσα δεν κατάφερε ποτέ να είναι αυτό του Ντέιβιντ Αγιερ (και ας διέθετε την απείρως πιο ερεθιστική τοξική σχέση του Τζόκερ με την Χάρλεϊ Κουίν) και σχεδόν όλα όσα δεν κατάφερε καμία ταινία της DC, βυθισμένες όλες μέσα στο ζόφο και το σκοτάδι που όρισε ο Ζακ Σνάιντερ πίσω στην εποχή του «Man of Steel» (ας εξαιρέσουμε με ανακουφιση το director’s cut του στο «Justice League») ή στην καταχρηστική πολυχρωμία των σπασμωδικών εξαιρέσεων του «Aquaman» και της «Wonder Woman».
Στη βάση του, το «The Suicide Squad» είναι ένα b-movie, με τον τρόπο που θα το έφτιαχναν στην δεκαετία του ’50 αν είχαν budget ή στην δεκαετία του ΄80 ή του ’90 αν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι ένα μεγάλο στούντιο θα το ενέκρινε αμαχητί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τζέιμς Γκαν αναφέρεται στα low έως και no-budget της Troma Films που μεσουράνησε στα 80s και τα 90s, παρωδώντας τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ’50 και τον τρόμο του πυρηνικού πολέμου, ούτε ότι ένας από τους θρυλικούς ιδρυτές και σκηνοθέτες της, ο Λοιντ Κάουφμαν εμφανίζεται σε ένα μικρό cameo. Ολο το τελευταίο μέρος, σχεδόν αναπάντεχα σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία που παραπαίει ανάμεσα στο εξαντλητικό χιούμορ και την πόζα και σε στιγμές μοιάζει τόσο ανώφελη που θα μπορούσες να φύγεις χωρίς να διαταράξεις καμία κοσμική ισορροπία, είναι μια ποπ φαντασμαγορία που με πρωταγωνιστή τον τεράστιο ροζ αστερία λειτουργεί ιδανικά ως μια απτή σύγχρονη απειλή.
Η απενοχοποίηση στο βλέμμα του Γκαν, ο διαρκής (αυτό)σαρκασμός των ηρώων του, το φαντασμαγορικό χάος που επικρατεί στην πόλη του Κόρτο Μαλτέζε και η άλα rainbow flag χρωματική πανδαισία που βρίσκει αξεσουάρ σε κάθε έναν χωριστά τους απόκληρους ήρωες, κάνει αυτό το «The Suicide Squad» μια (γιατί όχι και πολιτικών αποχρώσεων) σάτιρα πάνω στους παρίες του συστήματος, του μηχανισμούς των τυρρανικών καθεστώτων, της εξίσου «απόκληρης» με τους ήρωες Λατινικής Αμερικής, σε μια λες προσπάθεια «εξιλέωσης» του ίδιου του Τζέιμς Γκαν (από τα tweets που παρα λίγο να του στοιχίσουν την καριέρα) και όμως και της ίδιας της DC που μπορεί τώρα πια να κοιτά ψηλά σε ένα κόσμο όπου οι ταινίες της είναι το ίδιο απολαυστικές με αυτές της Marvel και μια ιδέα πιο τολμηρές - αν και είναι νωρίς ακόμη να μιλήσει κανείς για μια νέα φάση ή ακόμη και για «τι φάση;».