Γυρισμένο στις Σπέτσες με ένα εντυπωσιακό καστ και εξίσου πεπειραμένους συντελεστές στο τεχνικό του κομμάτι, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μάγκι Τζίλενχαλ, είναι αναμφίβολα μια φιλόδοξη και σίγουρη για τον εαυτό της ταινία.
Οχι απαραίτητα απόλυτα κουρδισμένη σε έναν σταθερά πετυχημένο εσωτερικό ρυθμό, ίσως όχι τόσο ακριβής όσο θα χρειαζόταν στην απεικόνιση μιας σύνθετης συναισθηματικής γεωγραφίας, κατά στιγμές πιο φλύαρη απ΄όσο θα έπρεπε, μα αναμφίβολα μια ταινία που απαιτεί την προσοχή σου.
Το φιλμ ξεκινά ειδυλλιακά, με την μεσήλικη πανεπιστημιακό Λήδα, να φτάνει στις Σπέτσες μόνη για τις καλοκαιρινές διακοπές της, αλλά αυτό που θα ήταν μια ξεκούραστη ανάπαυλα μαζί με εργασία στην παραλία, θα γίνει μια αφορμή για επιστροφή σε επώδυνες μνήμες της νεαρής της ηλικίας, εκεί στην άκρη του κύματος. Η ακρογιαλιά την οποία απολαμβάνει σύντομα θα καταληφθεί από μια θορυβώδη, κακόγουστη, εν δυνάμει επικίνδυνη οικογένεια ελληνοαμερικάνων και η συνύπαρξή τους δεν θα ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Οταν η μικρή κόρη της νεότερης αυτής της παραθαλάσσιας νεόπλουτης «φυλής» θα χαθεί ένα μεσημέρι στην παραλία, η ψυχραιμία της Λήδας θα την βοηθήσει να την βρει, αλλά το γεγονός θα ξυπνήσει επώδυνες μνήμες από τις δικές της επιλογές ως μητέρα πίσω στην νεαρή της ηλικία.
Και κάπως έτσι το φιλμ θα κινηθεί μεταξύ παρόντος και παρελθόντος χτίζοντας στην πορεία μια αναμφίβολα σύνθετη και όχι δεδομένη εικόνα του τι σημαίνει να μην είσαι η γυναίκα και η μητέρα που όλοι (δηλαδή η πατριαρχική κοινωνία) περιμένει από σένα να είσαι και το ψυχολογικό ναρκοπέδιο που δημιουργούν τέτοιες βαθιά ριζωμένες προσδοκίες και στερεότυπα.
Η Λήδα είναι μια γυναίκα που από την αρχή της ακαδημαϊκής της καριέρας έως και τώρα προσπαθεί να ιδωθεί και να διεκδικήσει την θέση που θέλει, είτε αυτή είναι μια έδρα στο πανεπιστήμιο, ή μια ξαπλώστρα σε μια παραλία ενός ελληνικού νησιού. Και κυρίως μια γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα να είναι κάτι παραπάνω από μια «ιδανική μητέρα» σε έναν κόσμο που καθαγιάζει έναν τέτοιο ρόλο, δίνοντάς του υπέρτατη σημασία ως το ιερό δισκοπότηρο της γυναικείας ύπαρξης.
Η Τζίλενχαλ δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη ηθοποιό από την Ολίβια Κόλμαν για να αναδείξει την πολύπλοκη αυτή συνθήκη και τον δυνατό μα και ευαλωτο χαρακτήρα της ηρωίδας, κάτι που κατορθώνει με ανάλογη επιτυχία και η Τζέσι Μπάκλεϊ στις σκηνές που διαδραματίζονται στο παρελθόν, ενώ η Ντακότα Τζόνσον στέκεται ικανοποιητικά αλλά όχι τόσο πετυχημένα απεναντί της στον ρόλο της νεαρής μητέρας της παραλίας που και αυτή δυσκολεύεται να αγγίξει το «ιδανικό πρότυπο».
Καλοκαιρινά ράθυμη, αλλά με μια οργή και μια απειλητική αίσθηση να σιγοβράζει κάτω από την επιφάνεια, η ταινία της Τζίλενχαλ κρατά σταθερά το ενδιαφέρον, ακόμη κι αν κατά στιγμές επιμένει λίγο περισσότερο στο προφανές όταν μια πιο διακριτική αμφισημία θα ήταν προτιμότερη, αλλά δεν φοβάται να κάνει ένα θεματικά τολμηρό φιλμ, που είναι κάτι παραπάνω από την απόπειρα μιας ηθοποιού να μεταμορφωθεί σε σκηνοθέτη μόνο και μόνο γιατί μπορεί. Μια ταινία που αφήνει υποσχέσεις και που αναμφίβολα θα συναντήσουμε ξανά στα κινηματογραφικά βραβεία της επόμενης χρονιάς, τουλάχιστον για την δυνατή, πολυπλοκη ερμηνεία της Ολίβια Κόλμαν.