Οπως και στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Μέσα από τα Μάτια τους», η δημιουργία ατμόσφαιρας δεν αποτελεί πρόβλημα για τον Χουάν Κάρλος Μεντίνα. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί τελικά πρόβλημα είναι η αδυναμία του σκηνοθέτη να αφηγηθεί μια δυνατή ιστορία πέρα από την ικανή αναπαράσταση του παρελθόντος, πέρα από την καλλιτεχνική αρτιότητα και σίγουρα πέρα από τα κλισέ μιας ταινίας γοτθικού μυστηρίου, κυρίως επειδή αδυνατεί να εξωτερικεύσει την έμφυτη ένταση της ιστορίας του καταφεύγοντας σε μία άνευρη αφήγηση που υπόσχεται συνεχώς μια μεγάλη έκρηξη, η οποία δυστυχώς δεν πραγματοποιείται ποτέ.

Και το στενάχωρο είναι ότι οι προϋποθέσεις για κάτι καλό όντως μπορούν να διακριθούν πίσω από την θολή επιφάνεια. Η διαχρονική υποτίμηση της γυναικείας παρουσίας, η λειτουργία μιας κοινωνίας που έχει χώρο μόνο για αυστηρά κατανεμημένες σε κατηγορίες μορφές, ένα μυστήριο που ουσιαστικά ανάγεται σε παραβολή για την ίδια την πραγματικότητα και μια κεντρική, αρκούντως συναισθηματική και δυνατή ταυτόχρονα ερμηνεία από την Ολίβια Κουκ (του «Me and Earl and the Dying Girl») μαρτυρούν πως πίσω από το «Ημερολόγιο Φόνων» υπάρχει η βάση για μια ταινία ικανή να ξεπεράσει τις συμβάσεις του genre της και να αναδειχτεί σε κάτι εγγενώς σύγχρονο και καίριο.

Η άτσαλη όμως αφήγηση που προχωράει σε ανατροπές πριν καν κάνει σαφή τα εξαρχής κίνητρα των «υπόπτων» της, η σχεδόν διακοσμητική παρουσία του Μπιλ Νάι που παραμένει συνεχώς μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να τραβήξει ουσιαστικά το ενδιαφέρον, η υποτονική αποτύπωση κάθε στιγμής αγωνίας και οι αναίτιες περιπλοκές ενός μυστηρίου που κραυγάζει ουσιαστικά (και θεματικά) από την αρχή την λύση του, δυναμιτίζουν συνεχώς μια ταινία που μοιάζει να έχει κρατήσει μόνο την επιφάνεια των αναφορών της και καθόλου την αιχμή τους.

Με φόντο τους σκοτεινούς κι επικίνδυνους δρόμους του Βικτωριανού Λονδίνου του 1880 και υπόβαθρο την αισθητική του γοτθικού τρόμου της βρετανικής Hammer , το «Ημερολόγιο Φόνων» (διασκευή του λογοτεχνικού «Ο Νταν Λίνο και η κωμωδία του τρόμου» του Πίτερ Ακρόιντ) φιλοδοξεί να είναι και η προσωπική ιστορία εξιλέωσης μιας δυνάμει ένοχης γυναίκας, στην οποία επέρριψαν την δολοφονία του συζύγου της, και η διαλεύκανση των φρικιαστικών κατά συρροή φόνων του «Γκόλεμ του Λάιμχαουζ», το οποίο αφήνει πίσω του παραμορφωμένα, φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους πτώματα, αλλά και ένα σατιρικό σχόλιο πάνω στον «κανιβαλισμό» του κόσμου του θεάματος, σε μια υποπλοκή που κλείνει το μάτι στο βιτριολικό κόσμο του θεατρικού Γκραν Γκινιόλ.

Τελικά όμως, το «Ημερολόγιο Φόνων» αποτυγχάνει σε όλες τις αφηγηματικές του παραμέτρους καθώς και αδυνατεί να ξεπεράσει το πιο επικίνδυνο κλισέ, εκείνο της γυναικείας ενδυνάμωσης μέσω του βιασμού και της κακοποίησης, και αποτυγχάνει πλήρως στην δημιουργία ρυθμού ατμοσφαιρικού θρίλερ υποπίπτοντας σε συνεχείς αποπροσανατολιστικές αλλαγές ταχύτητας, και δεν καταφέρνει να τονίσει επαρκώς τον σαρκασμό του, οδηγούμενο τελικά ακούσια στην αυτοπαρωδία και ακόμη χειρότερα στην έλλειψη κριτικής ουσίας. Για να μη μιλήσουμε για την αναίτια ενσωμάτωση του… Καρλ Μαρξ στην αφήγηση, η οποία λογοτεχνικά αποκτά βάση αλλά κινηματογραφικά παραμένει μετέωρη.

Αυτό με το οποίο καταλήγει τελικά το φιλμ είναι απλά οι ευγενείς προθέσεις του και οι φιλόδοξες διαθέσεις του, οι οποίες υπονοούν εν κατακλείδι μια καθολικά καλύτερη ταινία που θα μπορούσε να υπάρξει ίσως σε ικανότερα χέρια αλλά που ατυχώς δεν καταφέρνει να βρει ποτέ την πυγμή που δείχνει απελπισμένα να χρειάζεται. Ο Μεντίνα δεν έχει πρόβλημα να αποτυπώσει στην οθόνη τις επιμέρους πλευρές της ιστορίας. Αυτό όμως που χρειάζεται απαραίτητα να ανακαλύψει είναι την ουσία πίσω από κάθε γεγονός και την διαχρονικότητα πίσω από κάθε άψογα καδραρισμένη στιγμή. Oπως λέει και η ηρωίδα του, «η γραμμή που διαχωρίζει την κωμωδία με την τραγωδία είναι πολύ λεπτή». Και δυστυχώς ο Μεντίνα δεν έχει μάθει ακόμα να την διακρίνει απόλυτα.