Με φόντο την Καταλονία, και κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου, παρακολουθούμε δύο ιστορίες. Ένα άσυλο, που προσπαθεί να αποκαταστήσει παιδιά που δε μπορούν να αισθανθούν πόνο, διδάσκοντας τους... πώς να πονάνε. Η δεύτερη, εκτυλίσσεται στο παρόν, ένας λαμπρός νευροχειρούργος, χρειάζεται επειγόντως να κάνει μεταμόσχευση μυελού οστών. Καθώς ξεκινά να αναζητήσει τους βιολογικούς του γονείς, ξετυλίγεται σιγά σιγά το σκοτεινό παρελθόν του.
Με μια εξαιρετική ιδέα, αξιοπρόσεκτη ατμόσφαιρα και περίσσευμα ταλέντου, το φιλμ του Χουάν Κάρλος Μεντίνα, παραδίδεται σε μια σχεδόν οπερατική υπερβολή λίγο πριν το τέλος.
Ξεκινώντας από την δεκαετία του 30 και φτάνοντας μέχρι το σήμερα, το γεμάτο ενδιαφέρουσες ιδέες και συναρπαστική ατμόσφαιρα ντεμπούτο του Καταλανού σκηνοθέτη, θυμίζει το ύφος της «Ράχοκοκαλιάς του Διαβόλου», ή του «Λαβύρινθου του Πάνα» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, στον τρόπο που μπλέκει την αληθινή ιστορία της Ισπανίας με στοιχεία του τρόμου και του φανταστικού.
Η ιστορία ξεκινά σε ένα χωριό, στην δεκαετία του τριάντα, με δυο σκηνές που ανεβάζουν σημαντικά τον πήχη των προσδοκιών μας: ένα κοριτσάκι στέκεται μπροστά σε μια φωτιά. Το χέρι του φλέγεται, αλλά εκείνο δεν νιώθει πόνο. Στο υπόγειο ενός σπιτιού, ένα μικρό αγόρι είναι γεμάτο δαγκωματιές. Στο στόμα του, μασά ακόμη ένα κομμάτι από τις σάρκες του.
Για κάποιο λόγο πολλά από τα παιδιά του χωριού έχουν σταματήσει να νιώθουν πόνο και οι τοπικές αρχές νιώθοντας ότι αποτελούν κίνδυνο για τον εαυτό τους και τους γύρω τους, αποφασίζουν να τα κλείσουν σε ένα απομονωμένο ίδρυμα στην κορυφή ενός βουνού.
Πίσω στο σήμερα, ένα (αληθινά εντυπωσιακά κινηματογραφημένο) αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα γίνει η αιτία να σκοτωθεί η έγκυος γυναίκα του χειρούργου Νταβίντ Μαρτέλ. Το μωρό τους και ο ίδιος θα επιζήσουν, όμως οι εξετάσεις που θα ακολουθήσουν θα αποκαλύψουν ότι πάσχει από καρκίνο και η μοναδική του ελπίδα να επιβιώσει, θα είναι μια μεταμόσχευση μυελού των οστών από τους γονείς του.
Αυτή θα είναι και η αφορμή να τους επισκεφτεί ξανά μετά από καιρό, μόνο και μόνο για να αρχίσει να ξετυλίγει τον μίτο μιας ιστορίας που πηγαίνει πίσω στο μυστηριώδες εκείνο ίδρυμα, στην εποχή της γερμανικής κατοχής, στο κρυμμένο παρελθόν του πατέρα του και την αληθινή καταγωγή του.
Η ιστορία είναι αρκούντως σκοτεινή και υποβλητική, η ατμόσφαιρα σταθερά απειλητική, αλλά καθώς περνά η ώρα, το σενάριο φλερτάρει με την υπερβολή και στην πορεία εγκαταλείπει την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία των παιδιών, για να μεταμορφωθεί σε ένα πολύ πιο τετριμμένο και διψασμένο να εντυπωσιάσει θρίλερ.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνεις μια παραβολή για την Ισπανία στις μέρες του φασισμού πίσω από την ιστορία, αφού ένα μεγάλο μέρος τους φιλμ διαδραματίζεται στην εποχή του Φράνκο, όμως αυτό είναι και το πιο αδύναμο κομμάτι του, με την δράση και τις ανατροπές να μοιάζουν μαζί βεβιασμένες και προβλέψιμες και το φινάλε αν και θεαματικό να μην έχει την ένταση ή την λογική που θα περίμενες.
Ακόμη κι έτσι όμως, το «Painless» είναι μια αξιοπρόσεκτη απόπειρα για ένα σινεμά είδους, που δοκιμάζει να κάνει κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από το να ακολουθήσει την πεπατημένη και δίχως αμφιβολία, ο Χουάν Κάρλος Μεντίνα, είναι ένας σκηνοθέτης που αξίζει να προσέξουμε.