Ο Γιώργης Μαρκάκης, 86 χρονών, οφθαλμίατρος και ιδρυτής του μουσείου ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗΣ στη Χερσόνησο Κρήτης, μας ξεναγεί στην κιβωτό των αναμνήσεών του, σε όσα «τρύγησε με τα μάτια του και τα ΄χει κλείσει εντός του». Θυμάται, τον παππού Μηλιωτογιάννη, «τον πρώτο και μεγαλύτερο ίσως δάσκαλο της ζωής του» και την αυλή του πατρικού στη Σητεία, εκεί όπου γνώρισε «τη στενή σχέση ζωής και θανάτου, του θρήνου και του πανηγυριού». Μιλά για το φως, το μάτι, αλλά και το δάκρυ που «είναι αγίασμα της ψυχής» και μας ξεναγεί στον τόπο της δημιουργικής του πνοής, το Μουσείο ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗΣ, εκεί όπου η λαογραφία «μιλάει στην καρδιά και στη συνείδηση των ανθρώπων». Σπαράγματα εμπειριών και αναμνήσεων, που καταλήγουν στην άποψή του για την ευτυχία: «το κάθε πράγμα στον κόσμο ετούτο αξίζει τόσο, όσο το αγάπησες».
Περισσότερο από τα υπόλοιπα ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη, το «Μέσα Φως» είναι ένα καθαρό πορτρέτο ενός ανθρώπου που μιλάει στην κάμερα χωρίς στην πραγματικότητα να ανασύρει από τη λήθη, να διεκδικεί ή να τεκμηριώνει κάτι περισσότερο από το αυταπόδεικτο μιας ζωής, η οποία αποτελείται από τόσο οικεία στοιχεία που λογικά δεν θα έχρηζε ανάγκη κινηματογράφησης ως κάτι.. εξαιρετικό.
Κι, όμως, οι αφηγήσεις του 86χρονου Γιώργη Μαρκάκη νιώθεις να σε παίρνουν μαζί τους σε ένα διαφωτιστικό ταξίδι στο χρόνο και το χώρο μιας οικογένειας, μιας πατρίδας, μιας ολόκληρης χώρας, ακριβώς με τον τρόπο που θα το έκανε η αυτοβιογραφία ενός (όχι και τόσο) συνηθισμένου ανθρώπου που έμαθε να ζει σχεδόν βιωματικά κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια της διαρκούς ενηλικίωσής του.
Καλλιτέχνης όσο και επιστήμονας, συζυγος/πατέρας/παπούς όσο και ένας μοναχικός άντρας, από τη φύση του νησιώτης αλλά και με ορεινή περηφάνια, ο Γιώργης Μαρκάκης δεν μετακινείται στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη παρά μόνο όσο για να μεταφερθεί από το μυστικό του δωμάτιο μέσα στο «Λυχνοστάτη», το λαογραφικό μουσείο που έφτιαξε ο ίδιος στη Χερσόνησο της Κρήτης και από το οφθαλμιατρείο του μέχρι το σημείο όπου πέθανε ο παππούς του.
Κι όμως οι διαδρομές που κάνει καθώς αφηγείται την ιστορία του, τις μνήμες του ως παιδί, τις σπουδές του στην Αθήνα, τη γνωριμία με τη γυναίκα του, την επιστροφή του στην Κρήτη απλώνονται στο χάρτη με τον ίδιο απροσποίητο τρόπο που το κάνει και η ποίησή του ή μια μικρή του συνάντηση με τον εγγονό του: σαν ένα παράδειγμα ζωής που έμεινε πάντα στην ουσία των πραγμάτων, που πίστεψε στην αγάπη και που είδε από νωρίς αυτό το «μέσα φως» του τίτλου που μπορεί κανείς να δει μόνο όταν πετάξει από πάνω του οτιδήποτε περιττό και κρατήσει διάφανη την ουσία της ζωής.
Σε μια ευτυχή συνάντηση ενός έμπειρου ντοκιμαντερίστα όπως ο Σταύρος Ψυλλάκης που αναζητά (και βρίσκει) ακόμη και με το ζόρι τη μεγαλοσύνη ακόμη και στις πιο ανεπαίσθητες ανθρώπινες κινήσεις και ενός «κινηματογραφικού ήρωα» όπως ο Γιώργης Μαρκάκης που τελειοποιεί on camera την τέχνης της αφήγησης όλων όσων έμαθε ζώντας στο κέντρο μιας ακέραιας άποψης για την οικογένεια, την παράδοση και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, το «Μέσα Φως» μπορεί να ξεκινάει σαν μια γνωριμία με το λαογραφικό μουσείο του «Λυχνοστάτη» αλλά γίνεται γρήγορα κάτι περισσότερο και αιφνίδια συγκινητικό.
Χωρίς να φτάνει τα επίπεδα της «Ολυμπίας» ή την ιστορική αναγκαιότητα του βραβευμένου «Αλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε», το κινηματογραφικά στατικό αλλά ειλικρινές «Μέσα Φως» προσθέτει στο σύμπαν του Σταύρου Ψυλλάκη μερικές ακόμη στιγμές καθαρής τεκμηρίωσης της ανθρώπινης κατάστασης και μια ακόμη απόδειξη για τη διαχρονική και ειδικά στην εποχή μας επιτακτική λαογραφία της ψυχής.