Βγαίνοντας έξω από την «απαγορευμένη πόλη» των 9 Οσκαρ, της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας και της αδιαμφισβήτητης θέσης του στην ιστορία των μεγάλων κλασικών, ο «Τελευταίος Αυτοκράτορας» είναι μια ταινία που ζει ακόμη και σήμερα - ευτυχώς - ασφαλής μέσα στο έργο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, απόλυτα ενταγμένη όχι μόνο στη χρονολογική του σειρά (αμέσως μετά την «Τραγωδία Ενός Γελοίου Ανθρώπου» και πριν το - υποτιμημένο - «Τσάι στη Σαχάρα»), αλλά και στη θεματική του, είτε αυτό είναι το άτομο σε απόλυτη σύγκρουση με το περιβάλλον του είτε η κοσμογονική αλλαγή που έρχεται ιστορικά ακριβώς τη στιγμή που κανείς δεν το περιμένει, αλλά όλοι την περιμένουν.

Εκ των υστέρων μπορείς να βρεις μόνο ομοιότητες, όχι μόνο ανάμεσα στον Που Γι, τον Τελευταίο Αυτοκράτορα της Κίνας που συνελήφθη ως εγκληματίας πολέμου από τη Σοβιετική Ενωση στα μισά της δεκαετίας του '50 και τους ήρωες του «1900», αλλά και στον έγκλειστο ήρωα του «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», τον «Μικρό Βούδα» και τους «Ονειροπόλους» που θα έρθουν δεκαετίες μετά, το 2003. Περισσότερο ίσως από την ιστορική ακρίβεια μιας βιογραφίας - βασισμένη στην αυτοβιογραφία του Που Γι «From Emperor to Citizen: The Autobiography of Aisin-Gioro Pu Yi» που κυκλοφόρησε το 1964 - ο Μπερτολούτσι ενδιαφέρεται για αυτό το παιδί που μεγάλωσε με απόλυτη εξουσία μέσα σε ένα κουκλόσπιτο γιγαντιαίων διαστάσεων και την πρώτη του επαφή με την πραγματικότητα.

Μια ιστορία επιβίωσης δηλαδή, κι αυτή η ταινία, σε ένα κόσμο που πάλλεται από τις τεκτονικές ρωγμές της ίδιας της Ιστορίας.

Η ταινία ξεκίνησε όταν η Κινεζική Κυβέρνηση πρότεινε στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι να γυρίσει μια ταινία στην Κίνα. Αυτός πρότεινε δύο πιθανές ιστορίες: ή τη διασκευή της «Ανθρώπινης Μοίρας» του Αντρέ Μαλρό ή την βιογραφία του Που Γι. Η επιλογή της δεύτερης ιστορίας ήταν μια μοναδική ευκαιρία για τους Κινέζους να αφηγηθούν μια από τις πιο συναρπαστικές σελίδες της ιστορίας τους - ελέγχοντας και έμμεσα το αποτέλεσμα για να μην «ξεφύγουν» ακρότητες μιας τυρρανικής διακυβέρνησης. Για τον Μπερτολούτσι στον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» του τίτλου έπαιρνε σάρκα και οστά ακόμη ένας κινηματογραφικός ήρωας bigger than life - κονφορμίστας και θύτης μαζί, μια από τις μοναδικές περιπτώσεις μιας πτώσης που στις σκηνές του παρόντος αντανακλούν σχεδόν την αλλαγή όχι μόνο της Κίνας ή του μεταπολεμικού κόσμου, αλλά κάθε σταθεράς ενός ένδοξου, τοποθετημένου στο φαντασιακό, παρελθόντος.

«Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί. Πιστεύουμε πως ο μοναδικός τρόπος για να αλλάξει κανείς είναι να ανακαλύψει την αλήθεια και να σταθεί απέναντί της», θα πει ο φρουρός στη φυλακή όπου βρίσκεται κρατούμενος ο Που Γι στην αρχή της ταινίας, δίνοντας το στίγμα της σύγκρουσης ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ποια αλήθεια άραγε να ανακαλύψει ένας άνθρωπος που για παραπάνω από τη μισή ζωή του έζησε μέσα σε ένα ψέμα, που για τον ίδιο υπήρξε η μοναδική αλήθεια; Oσες φορές κι αν ζήτησε να ανοίξουν τις πόρτες για να διασχίσει το σύνορο με την αλήθεια, το ψέμα έβρισκε τον τρόπο να κυριαρχήσει.

Η εύκολη ανάγνωση θα διαβάσει αναλογίες με την αυτοτροφοδοτούμενη εγωκεντρική εξουσία και την φιλελεύθερη λαϊκή ετυμηγορία - την αιώνια σύγκρουση εξουσίας και ατόμου. Αυτό άλλωστε δεν ήταν και η πολιτιστική επανάσταση που άλλαξε την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας; Μόνο που ο Τελευταίος Αυτοκράτορας, κάτω από την απαστράπτουσα παραγωγή του (σπάνια στο σινεμά τα υφάσματα, οι ακτίνες του ήλιου που τρυπούν τις κουρτίνες, τα δέρματα, κάθε μικρή η μεγάλη λεπτομέρεια στην ανακατασκευή της πραγματικότητας έμοιαζαν πιο «αληθινά»), μιλάει πολιτικά με το βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο, προσωποποιώντας στον Που Γι την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας. Και κάπως έτσι ο Μπερτολούτσι γύρισε και τις δύο ιστορίες που είχε προτείνει στους Κινέζους, φτιάχνοντας από την αρχή ένα ολοκαίνουριο μύθο από αυτούς που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.

Για τις ανάγκες της ταινίας, δόθηκε πλήρη άδεια στον Μπερτολούτσι να κινηματογραφήσει στην Απαγορευμένη Πόλη, τον δεύτερο μεγάλο πρωταγωνιστή της ταινίας μετά τον Αυτοκράτορα του τίτλου. Ανεξάρτητη παραγωγή, με παραγωγό τον Τζέρεμι Τόμας, η ταινία κόστισε 25 εκατομμύρια δολάρια και υπήρξε μια από τις πιο μυθικές παραγωγές στην ιστορία του σινεμά (μέχρι τότε) με αριθμούς και φημολογίες που άγγιζαν τα αστρονομικά νούμερα των 19.000 κομπάρσων. Ολα είναι αλήθεια: κάθε φορά που βρισκόμαστε μέσα στην Απαγορευμένη Πόλη, βλέπουμε προφανώς την ομορφότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, φωτογραφημένη στα όρια του ανυπέρβλητου high της τέχνης της κινηματογραφικής φωτογραφίας από τον Βιτόριο Στοράρο, συνοδευόμενο από ένα απαράμιλλο production design που όφειλε να δώσει μέγεθος σε μια ιστορία που όσο μεγαλύτερη μοιάζει στο βλέμμα του θεατή τόσο περισσότερο αποκαλύπτει την βαθιά μελαγχολία και τραγικότητά της.

Κλασικά γραμμένη από τον Μαρς Πεπλόε, υποδειγματικά ερμηνευμένη από όλο το καστ (φυσικά και με ειδική μνεία στον Πίτερ Ο’ Τουλ και τον Τζον Λόν - ειδικά ο δεύτερος σε αυτό που είναι ο ρόλος καριέρας και μιας ολόκληρης ζωής), εκτελεσμένη στην εντέλεια από κάθε ομάδα της παραγωγής, με ειδική μνεία στο αριστουργηματικό soundtrack των Ριούιτσι Σακαμότο, Ντέιβιντ Μπερν και Κονγκ Σου, η ταινία είναι σχεδόν πειραματικά σκηνοθετημένη από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι που αλλάζει αφηγητές (ακόμη κι όταν δεν φαίνεται - στην αρχή ο Που Γι, μετά ο δάσκαλος Πίτερ Ο’ Τουλ, μετά η ίδια η Ιστορία), ενθέτει ποιητικά ξεσπάσματα μεγάλου ειδικού (αισθητικού και άρα πολιτικού) βάρους και εναλλάσσεται σε εποχές, ανοιγοκλείνοντας με το έτσι θέλω τους ομόκεντρους κύκλους ενός νομοτελειακού roller coaster που ξεκινά με έναν αποχωρισμό και ολοκληρώνεται με ακόμη έναν - την αποκόλληση του ατόμου από την ιστορική του διάσταση.

Ο «Τελευταίος Αυτοκράτορας» είναι μια μεγαλύτερη ταινία από αυτό που την μικραίνει η οσκαρική μυθολογία της ή το γεγονός πως ανήκει σε μια κατηγορία ταινιών που - ναι - δεν γίνονται πια. Ακόμη και με την καταχρηστική και τώρα πια ξεπερασμένη αγγλόφωνη φωνή της, μιλάει οικουμενικά για τον παραλογισμό της εξουσίας με έναν τρόπο που ξεπερνάει γεωγραφικές και πολιτιστικές συντεταγμένες για να γίνει μια καθαρή, σχεδόν αριστουργηματική ταινία για τον άνθρωπο που περιστρέφεται στη δίνη της Ιστορίας, άλλοτε σαν ένας παρείσακτος μιας ολόκληρης κοινωνίας κι άλλοτε σαν Αυτοκράτορας.