Υπάρχει ένας θρύλος που ρίχνει τη βαριά σκιά του στην ιστορία της επαγγελματικής πάλης στην Αμερική: «Η Κατάρα των φον Εριχ». Ο πατριάρχης της οικογένειας, Φριτς φον Εριχ, μπήκε στα ρινγκ την δεκαετία του '50 και έκανε καριέρα ερμηνεύοντας τον μισητό Γερμανό μετανάστη: φορούσε τον σιδηρούν σταυρό στο σορτσάκι του και αποτελείωνε τους αντιπάλους του με την σήμα-κατατεθέν Σιδερένια Γροθιά του. Βγαίνοντας στη σύνταξη, ο Φριτς έσπρωξε όλα τα παιδιά του στην πάλη - τον υπάκουο πρωτότοκο Κέβιν, τον φιλόδοξο Ντέιβιντ, τον πρωταθλητή στον στίβο Κέρι (στερώντας του την ευκαιρία να γίνει Ολυμπιονίκης στο δίσκο), τον ευαίσθητο, μουσικό Μάικ (που δεν ήθελε καμία σχέση με το άθλημα). Μαζί κέρδιζαν αγώνες, πρωταθλήματα, ζητωκραυγές χιλιάδων κόσμου. Είχαν δική τους εκπομπή στην τοπική τηλεόραση, έγιναν εθνικά διάσημοι, λίγο ακόμα ήθελαν για να κατακτήσουν και την παγκόσμια φήμη. Μόνο που τους κυνηγούσε «Η Κατάρα των φον Εριχ». Ενα-ένα τα αγόρια του Φριτς έπεφταν νεκρά - από περίεργες αρρώστιες, δυστυχήματα, υπερβολική δόση ναρκωτικών, αυτοκτονίες.
Υπάρχει ένα travelling στην αρχή της ταινίας που μοιάζει με επικεφαλίδα όσων θα ακολουθήσουν. Η κάμερα πανάρει πάνω στον τοίχο του σαλονιού, ξεκινώντας από φωτογραφίες όλης της οικογένειας, έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, περνάει από τη βιτρίνα με τη συλλογή με τα όπλα, καταλήγει στη βιτρίνα με τα έπαθλα των αγοριών. Βρισκόμαστε στο Τέξας, αρχές της δεκαετίας του '80 κι αυτές είναι οι επιλογές σου: οικογένεια, θρησκεία, πάλη για την προσωπική επικράτηση κι επιτυχία. Η μητέρα των αγοριών πίστευε ότι ο Θεός προστατεύει. Ο πατέρας τους, ότι η σκληραγώγηση, η δύναμη, η πειθαρχία θα τους οδηγήσει στον Παράδεισο. Δεν το εννοούσε κυριολεκτικά, αλλά το κατάφερε.
Γιατί ο Σον Ντέρκιν («Η Φωλιά», «Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν») που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία είναι ξεκάθαρος: η πιο επώδυνη λαβή δεν ήταν στο ρινγκ. Είχε αρπάξει τα αγόρια από το λαιμό, πριν ακόμα συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι ποιοι είναι, τι θέλουν, τι ονειρεύονται. Και δεν εννοούμε ότι το ένοχο χέρι της επιβολής ήταν -μόνο- του επιβλητικού πατέρα με τα απραγματοποίητα όνειρα (δεν έγινε ο ίδιος παγκόσμιος πρωταθλητής, ήθελε τη χρυσή ζώνη στο σπίτι από τους γιους του, όσο οι ίδιοι λαχταρούσαν για την αποδοχή και τον έπαινό του). Αυτό θα ήταν πολύ απλό κι εύκολο και μονοδιάστατο. Ο Ντέρκιν, προς τιμήν του, το προχωρά λίγο παραπάνω για όσους θέλουν να το αφουγκραστούν: κι ο Φριτς ήταν θύμα μιας ατσάλινης πατριαρχίας. Μίας χώρας που διδάσκει ότι αν δεν είσαι Νο 1, είσαι loser. Ενός κόσμου που σε πετάει στην άκρη αν τραυματιστείς. Μίας κοινωνίας που σε μάθαινε ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Ακόμα κι αν χάσουν τον πρώτο τους γιο, πέντε χρονών, σ' ένα φρικτό ατύχημα ηλεκτροπληξίας στην αυλή του σπιτιού (όχι δεν ήταν ο Κέβιν ο πρωτότοκος, υπήρξε κι ο Τζακ, για τον οποίο κανείς δεν μιλάει...)
Από το «Οργισμένο Είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε μέχρι το «Warrior» του Γκάβιν Ο' Κόνορ, κι από το franchise του «Ρόκι» μέχρι το «The Fighter» ή τον «Παλαιστή» του Ντάρεν Αρονόφσκι, καμία ταινία για την πάλη ή το μποξ δεν ενδιαφέρεται παραπάνω από ένα πρώτο, ματωμένο επιδερμικά επίπεδο για το τι συμβαίνει μέσα στο ρινγκ. Το πραγματικό τραύμα είναι έξω και γύρω από αυτό. Ετσι και η κάμερα του Ντέρκιν περιπλανιέται στο Τέξας των '80ς καταγράφοντας τα κτήματα, το μόχθο, τον εγκλωβισμό, την τοξικότητα, τις εκκλησίες. Κι από την άλλη τα φορτηγάκια με τις παρέες των αγοριών που παρκάρουν τα Σαββατόβραδα έξω από τις αρένες πάλης, κλείνουν εκεί ραντεβού με τα κορίτσια τους, πίνουν εκεί τις μπύρες τους, εκεί βρίσκουν διέξοδο, εκτόνωση, διασκέδαση. Κι αν είσαι μέσα στο ρινγκ - ταυτότητα.
Ακόμα και τα τούμπανο από μύες και αναβολικά κορμιά των ηρώων μοιάζουν με αντικατοπτρισμό της υπέρμετρης, αφύσικης αναπηρίας του κόσμου μας. Ο Ζακ Εφρον, ο Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ έχτισαν σώμα και κοιλιακούς, αλλά οι ερμηνείες τους κρίθηκαν στις σιωπές και τα βλέμματα. Οπως και του Χολτ ΜακΚάλανι, που δεν είναι μονοδιάστατα ο πατέρας-τέρας, αλλά μία βαριά, αρρενωπή, μελαγχολία ξεφεύγει σε στιγμές και υποψιάζει για τους δικούς του δαίμονες.
Ο Ντέρκιν με αυτή την ταινία θα μπορούσε να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής. Τελευταία στιγμή όμως βγαίνει νοκ άουτ. Χάνει την ισορροπία του με το μελό (η αλήθεια είναι ότι η ιστορία της οικογένειας φον Εριχ είναι τόσο τραγική, που το σενάριο παραλείπει τι συνέβη και στον έκτο, μικρότερο γιο), παρασύρεται από την ανάγκη να δώσει στους ήρωες κάθαρση, να ολοκληρώσει την ταινία φωτεινά, αισιόδοξα, λυτρωτικά. Εκεί νιώθεις τη σιδερένια γροθιάς της εκβιαστικής συγκίνησης να σε πετάει έξω από τα σχοινιά και τον διαιτητή να μετράει μέχρι το δέκα.