Ο Γκουίντο πλησιάζει τα 40. Είναι αναπληρωτής φιλόλογος κι επίδοξος συγγραφέας (η διατριβή του στον Καλβίνο δεν λέει να τελειώσει). Κι όταν σε αυτή την ηλικία προηγούνται επίθετα πριν από τις ιδιότητές σου, προσδιορισμοί που στην ουσία τις ακυρώνουν (ούτε κανονικός καθηγητής είσαι, ούτε ποτέ συγγραφέας έγινες), τότε η κρίση είναι κοντά. Κάνει την μεγαλοπρεπή εμφάνισή της στον καθρέφτη και μέσα σου, με αφορμή ένα σπασμένο προφυλακτικό και τη φρίκη που βιώνει η κοπέλα σου. Οχι, η Κιάρα, η σύντροφος του Γκουίντο, δε θέλει με τίποτα ένα παιδί. Αντιθέτως, ονειρεύεται μία πρόταση για δουλειά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι, έτσι κι αλλιώς, «έχει εδώ και καιρό αμφιβολίες για τη σχέση τους». Ο Γκουίντο τότε βάζει λίγα πράγματα σε μια βαλίτσα και έναν ακόμα επιρρηματικό προσδιορισμό πριν την κατάστασή του: θα είναι -προσωρινά- φιλοξενούμενος. Θα ζει από καναπέ σε καναπέ (γονιών, φιλικών ζευγαριών, εργένηδων κολλητών) μέχρι να τα ξαναβρούν με την Κιάρα. Τα είπαμε όμως για τους προσδιορισμούς: τίποτα δεν είναι προσωρινό. Ο καναπές είναι ένα πολύ ισχυρό σημάδι για να ταρακουνηθεί κανείς και να ξυπνήσει. Κανείς δεν τα ξαναβρίσκει όταν υπάρχουν θεμελιώδη προβλήματα. Και τότε τι κάνεις; Δέχεσαι να είσαι φιλοξενούμενος στην ίδια σου τη ζωή;
Ο Ντούτσιο Κιαρίνι (στη δεύτερη ταινία του μετά τον «Φιμωμένο Ερωτα») συνυπογράφει το σενάριο και σκηνοθετεί μία δραμεντί που φιλοδοξεί να δείξει ειλικρινά και γήινα (με γουντιαλενική πρόθεση στην κωμωδία, αλλά γνώριμη, μεσογειακή, ζεστασιά στο μελόδραμα) τι σημαίνει να φτάνεις στα μισά της ζωής σου και να συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις ιδέα που πας, αν έχεις χαράξει σωστή πορεία, αν ήθελες πραγματικά αυτή την κατεύθυνση, και, το κυριότερο, αν θα φτάσεις ποτέ. Μπορεί στα αυτιά των νεότερων να ακούγεται ως το μεγαλύτερο κλισέ, αλλά συμβαίνει δυστυχώς σε όλους. Κανείς δεν καταλαβαίνει πώς ακριβώς περνούν τα χρόνια και ξυπνάς μια μέρα σ' έναν «καναπέ».
Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι καναπέδες των άλλων δίνουν στον ήρωα ακόμα μία οπτική της ζωής. Θα έπρεπε να είναι καθησυχαστική, αλλά όχι. Η απομυθοποίηση του έρωτα (ο πατέρας του ήταν άπιστος, η έγκυος κολλητή του είναι ερωτευμένη με άλλον, ο εργένης φίλος συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις σχέσεις του σαν ανώριμος φοιτητής), το γεγονός ότι κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται, δεν βοηθάει. Σε κλονίζει ακόμα περισσότερο. Μοιάζει σαν να έχουμε ξυπνήσει, όλοι μαζί, σ' έναν εφιάλτη. Ή μια κακόγουστη φάρσα. Δεν είναι η αγάπη, η φιλία, η καριέρα, η ζωή όπως μάς την είχαν πει.
Ο Κιαρίνι σκιαγραφεί πολύ συμπαθητικούς, οικείους ήρωες και οι ηθοποιοί του (με πρωταγωνιστή τον υπέροχο Nτανιέλ Παρίζι) τούς ερμηνεύουν με ζεστασιά, τρυφερότητα και γενναιοδωρία στον αυτοσαρκασμό.
Ομως δημιουργεί μία υπόσχεση που δεν καταφέρνει να τηρήσει. Από το πρώτο του πλάνο, ένα γυμνό που επίτηδες δεν προετοιμάζει, αλλά προσγειώνει στα βαθιά τον θεατή (όσο βαθιά έχει χαθεί ένα προφυλακτικό) ο Κιαρίνι υπόσχεται πρωτοτυπία στο πώς θα μας εισάγει στο αφήγημά του. Η κρίση μέσης ηλικίας στο σινεμά έχει χιλιοειπωθεί, εκείνος όμως έχει ιδέες. Και, πράγματι, έχει ιδέες. Ομως, ειρωνικά, στα μισά της διαδρομής χάνεται. Εχει ανοίξει πάρα πολλά μέτωπα, έχει ακολουθήσει πολλά νήματα στην ιστορία του ήρωα και των γύρω του, έχει προσπαθήσει να αλλάξει το ύφος και τον τόνο της ταινίας (η δραμεντί γίνεται λιγότερο κωμική στο δεύτερο μέρος - σε στιγμές φλερτάρει και με το μελό). Δεν λειτουργούν όλα. Αντιθέτως, αυτή η διάσπαση τονίζει τις αδυναμίες του σεναρίου για πραγματικά πρωτότυπες στιγμές και την υποχώρησή του σε κάτι τελικά μέτριο. Αυτή η φλυαρία εμποδίζει τον «Φιλεξενούμενο» από το να γίνει μία μκρή «μεγάλη ταινία» - στα χνάρια του προκατόχου του Νάνι Μορέτι.
Αυτό που συγκρατούμε όμως είναι η ειλικρινής πρόθεση. Γιατί ο Κιαρίνι όντως έχει ένα βλέμμα που αξίζει κανείς να ακολουθήσει. Στο πόσο τρυφερά αποτυπώνει την αστική μας μοναξιά, μέσα από λεπτομέρειες. Πώς ακόμα και μέσα στο βουητό ενός live, στην πολυκοσμία ενός πλάνου, δυο άνθρωποι είναι υπέροχα μόνοι μέσα σ' ένα φιλί. Ισως τελικά αυτή να είναι και η απάντηση στην κρίση. Να αποκτήσεις ένα τέτοιο βλέμμα που να απομονώνει την ομορφιά, να σηκωθείς από τον καναπέ και να την επιδιώξεις.