Αν υπήρξε ένας homo universalis στην ιστορία του κινηματογράφου, αυτός ήταν δίχως αμφιβολία ο Ορσον Γουελς. Οχι μόνο γιατί στην πολυτάραχη και τρικυμιώδη καριέρα του διατέλεσε σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος, ακόμα και διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, σκηνογράφος, μέχρι και σχεδιαστής κουστουμιών, ούτε λόγω της ευρυμάθειας και του κοσμοπολιτισμού του έργου του, με γυρίσματα σε τρεις ηπείρους κι επιρροές από την αμερικανική, την ευρωπαϊκή και την αφρικανική κουλτούρα, αλλά κυρίως γιατί ολόκληρη η ζωή του κατατρυχόταν από το χιμαιρικό όραμα του απόλυτου δοσίματος στην τέχνη του με τους δικούς του πάντα όρους και με μια τελειομανία που επί δεκαετίες πάλευε να ξεπεράσει δημιουργικά τα αλλεπάλληλα προβλήματα που έστεκαν εμπόδιο στην ολοκλήρωση του οράματός του.
Κι αν εν έτει 2018, τριάντα τρία χρόνια μετά το θάνατό του, ζήσαμε την αναπάντεχη εμπειρία μιας «νέας ταινίας» από τον Αμερικανό σκηνοθέτη με την κυκλοφορία στο Netflix του «The Other Side Of The Wind», του μέχρι φέτος απρόβλητου κύκνειου άσματός του, το «Το Βλέμμα του Ορσον Γουέλς» έρχεται φέτος στις αίθουσες για να εμβαθύνει και να δώσει νέες διαστάσεις στη ζωή και τη διαχρονική τελικά παρακαταθήκη αυτού του ογκόλιθου του σινεμά μέσα από μια λιγότερο γνωστή πτυχή του πολυσχιδούς έργου του, εκείνη του ζωγράφου και του σχεδιαστή.
Το ντοκιμαντέρ του Ιρλανδού Μαρκ Κάζινς (γνωστού από το λυρικό “I Am Belfast” και την 15ωρη τηλεοπτική σειρά «The Story Of Film: An Odyssey») είναι κυριολεκτικά ένα δημόσιο κι ανοιχτό γράμμα αγάπης στον μυθικό σκηνοθέτη, τον οποίο ο Κάζινς προσφωνεί στην αρχή («Αγαπητέ Ορσον Γουελς») και στον οποίο εν συνεχεία και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο σαν ένα αγαπημένο του φίλο, τον οποίο ανακαλύπτει εκ νέου με αφορμή την πρόσβαση σε ένα μέχρι πρότινος ανεξερεύνητο υλικό, μια πληθώρα σχεδίων και ζωγραφικών έργων του Γουέλς από την παιδική του ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής του, που έφερε για πρώτη φορά στο φως η κόρη του, Μπεατρίς Γουέλς, από τα αρχεία του πατέρα της στη Νέα Υόρκη και στο Πανεπιστήμιο του Ανν Άρμπορ στο Μίσιγκαν.
Η ζωή και το έργο του Γουέλς έχουν φυσικά μελετηθεί διεξοδικά και πλειστάκις στη διάρκεια των δεκαετιών που έχουν μεσολαβήσει από το θάνατό του το 1985, με μια πλούσια και διεξοδική βιβλιογραφία και άλλες τόσες ταινίες τεκμηρίωσης, ο Κάζινς ωστόσο καταφέρνει όχι μόνο να ανατάμει εκ νέου τις ταινίες του Αμερικανού σκηνοθέτη με ερμηνευτικό εργαλείο τις προσφάτως αποκαλυφθείσες ζωγραφιές του, αλλά και να τοποθετήσει τη φιλμογραφία του σε ένα δημιουργικό κι αντιστικτικό διάλογο με το σύγχρονο zeitgeist και τις εξελίξεις στην τέχνη του κινηματογράφου μετα το θάνατό του, ανανεώνοντας τη σημασία της σε μια εποχή που όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ταινία «ένας νέος Τσαρλς Φόστερ Κέιν φιλοδοξεί να κατακτήσει τον κόσμο».
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τη σύγχρονη Νέα Υόρκη υπό τους ήχους του πένθιμου Adagio του Τομάσο Αλμπινόνι (το οποίο ο ίδιος ο Γουέλς χρησιμοποίησε ως μουσική επένδυση στην κινηματογραφική μεταφορά της “Δίκης” του Κάφκα), ο Κάζινς χωρίζει την επιστολή του σε έξι κεφάλαια και προσπαθεί να προσεγγίσει τον άνθρωπο, το μύθο και τον καλλιτέχνη μέσα από τις τέσσερις συμβολικές διαστάσεις του: του Πιονιού, του Ιππότη, του Βασιλιά και του Γελωτοποιού.
Οι πληροφορίες που παρατίθενται είναι πραγματικά ανεξάντλητες και η διεισδυτικότητα και η εμβρίθεια της μελέτης του Κάζινς εντυπωσιακές. Σχεδια και ζωγραφιές έξι δεκαετιών αντιπαραβάλλονται με σκηνές από όλες τις εμβληματικές δημιουργίες του Γουέλς και αναδεικνύονται αισθητικές, πολιτικές, ψυχαναλυτικές και σημειολογικές αλληλουχίες που αποδομούν και επανασυνθέτουν ένα συναρπαστικό μέσα στις αντιφάσεις τους πορτρέτο ενός μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, ενώ εκλεκτικές συγγένεις με έργα των Μαγκρίτ, Τιντορέτο, Γκόγια, Ντε Κίρικο και πολλών άλλων ζωγράφων και καλλιτεχνών αποκαλύπτονται και τοποθετούν το έργο του Γουέλς σε μια διακειμενική συνέχεια με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αυτός ο απροσμέτρητος θαυμασμός του Κάζινς κάνει την ταινία του να ρέπει προς την αμετροέπεια, ωστόσο ο Ιρλανδός σκηνοθέτης αποφεύγει τελικά τον σκόπελο της αγιογραφίας δίνοντας φωνή στο ίδιο το είδωλό του και «ζωντανεύοντας» τον Ορσον Γουέλς, ο οποίος σε μια απαντητική επιστολή προς το σκηνοθέτη τονίζει ότι πάνω απ’ όλα και κατά βάθος δεν ήταν ούτε ιππότης, ούτε βασιλιάς, αλλά ένας γελωτοποιός και υπήρχε πάντα μια σατιρική διάθεση στο έργο του. Ακόμα, όμως, και οι σκοτεινές πτυχές του Αμερικανού σκηνοθέτη που υπονοούνται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς να γίνονται ποτέ έκδηλες, γίνονται μέσα από την αφήγηση του Κάζινς αναφαίρετο συστατικό του μύθου και της γοητείας του.
Η ταινία δεν θα μπορούσε παρά να κλείνει με ένα απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο σκηνοθέτης του Πολίτη Κέιν, της πιο εμβληματικής ταινίας στην ιστορία του σινεμά, προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το πιο εμβληματικό μυθιστόρημα στην ιστορία της λογοτεχνίας, με την ίδια ουτοπική ζέση και τον ανεδαφικό ιδεαλισμό που διακατείχε τον ομώνυμο ήρωά του. Ο Ορσον Γουέλς ήταν τελικά ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσο Πάντσα μαζί και το «Το Βλέμμα του Ορσον Γουέλς» είναι μια ιδανική αφορμή για να γνωρίσει κανείς ή να εμβαθύνει σε έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο θα είναι για πάντα ανοιχτό σε αναγνώσεις κι ερμηνείες.