Στην αγνώστου καλλιτέχνη σειρά ταπισερί «Η Κυρία και ο Μονόκερως», ένα από τα αριστουργήματα της μεσαιωνικής τέχνης, που υφάνθηκε πιθανότατα στην Φλάνδρα των τελών του 15ου αιώνα από μετάξι και μαλλί, έξι κιλίμια παραστούν μια ευγενή περιτριγυρισμένη από ζώα μυθικά ή υπαρκτά σε ισάριθμες, τελετουργικού τύπου σκηνές. Κι ενώ οι πέντε, αλληγορικές των αισθήσεων, φέρουν τους τίτλους Αφή, Οραση, Ακοή, Οσφρηση και Γεύση, η έκτη και εκτενέστερη σε μέγεθος, ονόματι Η Μόνη μου Επιθυμία, μοιάζει να αντιπροσωπεύει μια αίσθηση πέρα και πάνω από τις κοινές. Παρότι ερευνητές και θεωρητικοί τέχνης δεν έπαψαν ανά τους αιώνες να διχογνωμούν για τον συμβολισμό αυτής της σκηνής, που δείχνει την λαίδη να βγάζει ένα περιδέραιο από τη θήκη του (ή μήπως να το ξαναβάζει στη θέση του;), το μοτίβο της διεκδίκησης της ελεύθερης βούλησης έχει επικρατήσει ως η πιθανότερη ερμηνεία.

Ο τηλεοπτικής καταγωγής Βρετανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ντόμινικ Σάβατζ χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς την ερμηνεία ως αναγωγή στην ιστορία της Τάρα, 30άρας νοικοκυράς από το Κεντ που ασφυκτιά μέσα στη ρουτίνα της οικογενειακής και συζυγικής καθημερινότητας. Δουλειές του σπιτιού, φροντίδα των δύο ζωηρών ανήλικων παιδιών της, κι ένας άντρας που τα περιμένει όλα απ’ αυτήν με το άλλοθι του σκληρά εργαζόμενου στυλοβάτη που αξίζει περιποίησης και στην κουζίνα και στο κρεβάτι και παντού. Δεν είναι τέρας ο Μαρκ, απλώς ένας συντηρητικός οικογενειάρχης ανίκανος να συλλάβει οποιαδήποτε σύμβαση πέραν της επαναπαυμένης μεσοαστικής, άρα και να κατανοήσει τον πόνο της κλιμακούμενα καταθλιπτικής Τάρα. «Δεν είμαι ευτυχισμένη», θα ξεστομίσει επιτέλους εκείνη στα μισά περίπου του φιλμ. Και πάλι δε θα καταλάβει ο Μαρκ, επίμονος φρουρός του ασφαλούς και μακάριου βασιλείου που πιστεύει πως έστησε.

Λοιπόν, στη διάρκεια μιας εκδρομής στο κοντινό Λονδίνο, η Τάρα θα αγοράσει μια μονογραφία πάνω στην «Κυρία και τον Μονόκερο». Και θα παθιαστεί με το έργο, την τέχνη του, την ιστορία του, τους συμβολισμούς του, εύλογα. Η προσπάθεια να ασχοληθεί με κάτι ολόδικό της τη γεμίζει ελπίδα, όμως ο Μαρκ αντιδρά στο νέο της χόμπι με συγκατάβαση. Ακόλουθα μικροπεριστατικά θα εντείνουν την ψυχική της κατάρρευση, μέχρι που ένα πρωινό, ένα ξέσπασμα οργής του Μαρκ θα σημάνει και τη δική της ανταρσία. Η Τάρα μαζεύει μια τσάντα, σπεύδει έξω από το σπίτι και τρέχει μέχρι τον σταθμό των τρένων για να αγοράσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Παρίσι.

Στο πρώτο αυτό 60λεπτο μέχρι την «απόδραση» (ο πρωτότυπος τίτλος του φιλμ –ο ειρωνικός ελληνικός είναι ο ίδιος με τον γαλλικό και τον ισπανικό), ο Σάβατζ, παρότι δεν αποφεύγει πάντα την επανάληψη του προφανούς, χτίζει σχολαστικά τούτη την αίσθηση αιχμαλωσίας. Με σημειολογικά ψήγματα (τα flash forwards στον ήλιο που διαφαίνεται μέσα από τα δέντρα από το παράθυρο του τρένου, τα σκόρπια παιχνίδια στη μοκέτα), καίριες σκηνές (η διαμαρτυρία του συζύγου για τις πετσέτες, η «παρηγορία» της εξίσου συντηρητικής μητέρας της), αλλά κυρίως τα κοντινά στις εκφράσεις, τους σπασμούς, το βούρκωμα της εκπληκτικής Τζέμα Άρτερτον. Το ακόλουθο κομμάτι στο Παρίσι μπορεί να εξελίσσεται πιο βολικά, εύκολα και «διδακτικά» προς το φινάλε (μέρος του οποίου είναι η σεκάνς πριν τους τίτλους αρχής), πάντως μεταδίδει ζωηρά την απελευθερωτική εκτόνωση που το υποκείμενο λαχταρούσε τόσον καιρό.

Ομως πού τελικά νιώθει εγκλωβισμένη η Τάρα; Σε μια συνθήκη που της επεβλήθη από ήθη κοινωνικό-οικογενειακά; Σε ένα συμβόλαιο που υπέγραψε μοιρολατρικά; Ή στις ίδιες τις συνειδητές επιλογές της, που συνεπάγονται αναγκαστικά ευθύνες; Κάποια στοιχειώδης αναφορά στην καταγωγή της σχέσης της με τον Μαρκ, όχι επεξήγηση φυσικά, αλλά ένα ίχνος έστω του παρελθόντος της, θα έκαναν σαφέστερη την απάντηση, άρα και το σενάριο μετά τους τίτλους τέλους που καλούμαστε να γράψουμε στο μυαλό μας. Χωρίς αυτή την αναφορά, η περίπτωση της Σάρα μένει στον νου ως κλινική και μόνο.