Η πολυαναμενόμενη μεταφορά στο σινεμά του οκτάτομου magnum opus τού Στίβεν Κινγκ, αφότου προετοιμάστηκε για μια δεκαετία περίπου, αλλάζοντας συντελεστές (ο Ρον Χάουαρντ από σκηνοθέτης είναι, τελικά, ηθοποιός) και στρατηγική, ήρθε στις αίθουσες - και να που ίσως δεν άξιζε τον κόπο.

Συλλέγοντας στοιχεία από ολόκληρο το έργο (κι όχι μόνο το πρώτο μέρος του), ο σεναριογράφος Ακίβα Γκόλντσμαν (του «A Beautiful Mind» και του «Κώδικα ΝταΒίντσι») και ο Νικολάι Αρσέλ (σεναριογράφος του πρωτότυπου «Κοριτσιού με το Τατουάζ» και σκηνοθέτης του «Ερωτα της Βασίλισσας») γράφουν μια ιστορία τόσο ισχνή που οριακά κρατά το ενδιαφέρον, παρά τα τόσο πρόσφορα συστατικά της.

Στο κέντρο της ιστορίας, ο Μαύρος Πύργος είναι εκείνος που διατηρεί την ισορροπία του σύμπαντος. Ο Μαυροντυμένος Άνδρας θέλει να τον καταστρέψει (με την πνευματική ενέργεια ενός παιδιού) για να δώσει τόπο στους δαίμονες και τα τέρατα να κυριαρχήσει. Απέναντί του, ο Ρόλαντ, ο τελευταίος Πιστολέρο, προσφαθεί να τον βρει, να τον σκοτώσει και να σώσει το φως της ανθρωπότητας. Απρόσμενος σύμμαχός του θα είναι ο Τζέικ, ένα αγόρι που πενθεί ακόμα (όπως κι ο Ρόλαντ) το θάνατο του πατέρα του κι έχει μεγάλη «λάμψη», δηλαδή πνευματική ενέργεια.

Συνδέοντας το φανταστικό, με το γουέστερν και τη σύγχρονη Νέα Υόρκη, ο Αρσέλ κάνει... απολύτως τίποτα, παρουσιάζοντας τον κάθε κόσμο χωρίς ιδιαιτερότητα, χωρίς πρωτοτυπία ή σημάδια έντασης. Οι σχέσεις πατέρων και γιων διατρέχουν την ταινία επιδερμικά, ενώ οι ατάκες των ηρώων κυμαίνονται από το τετριμμένο ως το γυμνασιακό, χωρίς οι στιγμές χιούμορ (η επίσκεψη του Πιστολέρο στη μεγαλούπολη) να λειτουργούν έστω στοιχειωδώς.

Τα εφέ τής ταινίας θυμίζουν λιγότερο «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», στον οποίο οι αναφορές είναι προφανείς ήδη από τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ ή, ας πούμε, «Doctor Strange» και περισσότερο «Τζουμάντζι». Ο Τομ Τέιλορ ως Τζέικ ένα αδιάφορο αγόρι με μεγάλα μπλε μάτια απορίας, ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ παίζει με κάτι λίγο απ' όλη την πρότερη καριέρα του, καταλήγοντας μια άνευρη καρικατούρα με πιο μαύρο στοιχείο της το σολάριουμ του ηθοποιού.

Μόνο ο Ιντρις Ελμπα, με το φυσικό του εκτόπισμα και το συνοφρυωμένο βλέμμα του καταφέρνει να επιβάλει μια ατμόσφαιρα απειλής ή, τέλος πάντων, φανταστικού βάρους, αλλά κι αυτό, παρά τη μικρή διάρκεια της ταινίας, δεν είναι ικανό να χτίσει κάτι συμπαγές: ο «Μαύρος Πύργος» γκρεμίζεται με ευκολία. Οι fans του κόσμου τού Στίβεν Κινγκ θα απογοητευτούν, οι υπόλοιποι στην καλύτερη περίπτωση θ' ανοίξουν τα βιβλία.