Νέα Υόρκη, 1959. Οι γυναίκες μπαίνουν δυναμικά στη σύνθεση των μεγάλων εταιριών, έχουν θέση στα μέχρι τότε ανδροκρατούμενα μίτινγκ και άποψη για τους επιχειρησιακούς στόχους. Μία τέτοια γυναίκα είναι η Αντζελα Μπάροους και οι άντρες μέτοχοι αποφασίζουν να τη στείλουν στη θυγατρική τους στη Σκωτία. Πρώτον για να την ξεφορτωθούν, αλλά δεύτερον για να της διδάξουν ένα μάθημα οι παραδοσιακοί άντρες με τα κιλτ. Εκεί, η Μπάροους θα προσπαθήσει να εκσυγχρονίσει ένα παραδοσιακό εργοστάσιο υφαντουργίας - να εισάγει νέες τεχνολογίες στην οργάνωση και την επικοινωνία της επιχείρησης, να τους θέσει στόχους ανάπτυξης στο ευρύ κοινό. Στο εργοστάσιο λογιστής είναι ο Κος Μάρτιν, ένας φαινομενικά δειλός, ταραγμένος άντρας που όμως θα λειτουργήσει υπογείως για να διώξει την Μπάροους πίσω στην Αμερική. Αρχικά σαμποτάροντας τις ιδέες της και μετέπειτα με ένα σχέδιο να τη δολογονήσει.

Πατώντας σ' ένα διήγημα του Τζέιμς Θέρμπερ, ο Τσαρλς Κράιτον («Η Συμμορία των Εντιμότατων», «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα») κατασκευάζει περισσότερο μία κωμωδία για τον τότε νέο αμερικανικό καπιταλισμό που επεκτεινόταν γοργά και στην Ευρώπη, παρά για την κόντρα μεταξύ των δύο φύλων (όπως είναι κι αυθεντικός τίτλος της ταινίας). Οι σχεδόν αγκυλωμένες σκωτσέζικες συνήθειες και παραδόσεις συγκρούονται με τον αμερικανικό μηδενιστικό εκμοντερνισμό - κομμάτι μόνο του οποίου είναι να υπάρχουν και οι γυναίκες στην εξίσωση. Περισσότερο, το γέλιο στηρίζεται στη σάτιρα των νεοτερισμών κι όχι στην έμφυλη σύγκρουση (όπως οι κλασικές χολιγουντιανές tongue-in-cheek κομεντί - για παράδειγμα, τα ασπρόμαυρα αριστουργήματα των Σπένσερ Τρέισι - Κάθριν Χέμπορν;)

Για αυτό και το χιούμορ της ταινίας δεν έχει μεγαλώσει όμορφα μέσα στις επτά δεκαετίες που μάς χωρίζουν από την πρεμιέρα της ταινίας. Πόση κωμωδία μπορεί να προσφέρει στον σύγχρονο θεατή η ανικανότητα να καταλάβουν οι ήρωες πώς να χειριστούν την ενδοεπικοινωνία; Πόσο γέλιο μπορεί να κρύβει ότι οι νέες αριθμομηχανές βγάζουν λάθος μετρήσεις; Και, καθαρά ιδεολογικά πλέον, πόσο αστείο μπορεί να είναι ότι ανάμεσα στα μειονεκτήματα των νέων καιρών είναι ότι οι γυναίκες απέκτησαν άποψη και θέση στον εργασιακό χώρο;

Φυσικά, απάντηση σε όλα αυτά έρχεται να δώσει το αβίαστο ταλέντο του Πίτερ Σέλερς και το απίστευτο κωμικό του τάιμινγκ - κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό σε μία ταινία άτονων ρυθμών. Ο Σέλερς για ακόμα μία φορά καμουφλάρει το δαιμόνιο πνεύμα του ήρωά του κάτω από την εικόνα ενός συνηθισμένου υπαλληλάκου, ενός άνοστου, άχρωμου, σχεδόν αόρατου κακομοίρη. Με απίστευτη πειθαρχία στα εκφραστικά του μέσα, αποδίδει ένα σωματικό χιούμορ που μοιάζει να πηγάζει από τα βάθη της κίνησης του σώματός του. Από πονηρά βλέμματα που ξεφεύγουν, μαζί με θανατηφόρες ατάκες.

Οταν η πλοκή του δίνει τα ηνία (στη σεκάνς της δολοφονικής απόπειρας), η χορογραφημένη του κινησιολογία είναι άξιο αντικείμενο μελέτης φιλόδοξων νέων κωμικών. Ο τρόπος που το κωμικό του κύτταρο ξεδιπλώνεται και μαζεύεται, που το κορμί του απελευθερώνεται και ξαναακινητοποιείται, σε αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού με το θύμα του είναι απολαυστικός.

Ο Σέλερς ναι είναι ένας δολοφόνος για γέλια. Η ταινία όμως είναι ξεκαρδιστική; Οχι - ή τουλάχιστον, όχι πια.