Αφού έχει ήδη καταφέρει να επιβιώσει από οκτώ, σχεδόν θανάσιμα, ατυχήματα κατά τη διάρκεια της σύντομης αλλά εξαιρετικά άτυχης ζωής του, ο Λούι Ντραξ πέφτει από έναν απόκρημνο γκρεμό ανήμερα των ένατων γενεθλίων του. Καθώς η αστυνομία ερευνά τα αίτια της παραλίγο θανατηφόρας πτώσης του Λούι και το πού βρίσκεται ο βίαιος πατέρας του, Πίτερ, ο αναγνωρισμένος νευρολόγος Δρ. Αλαν Πασκάλ καταφεύγει σε ανορθόδοξες μεθόδους σε μία προσπάθεια να «μπει» στο υποσυνείδητο του μικρού, ο οποίος βρίσκεται σε κώμα, και να αποκαλύψει την αλήθεια για τα γεγονότα. Oσο, όμως, ερευνά όλο και περισσότερο τη μυστηριώδη ικανότητα του Λούι να ξεφεύγει από το θάνατο, ο γιατρός αρχίζει να ερωτεύεται τη μητέρα του παιδιού, Νάταλι. Με νέα στοιχεία να κάνουν την εμφάνισή τους, μία σοκαριστική αποκάλυψη αλλάζει τη μοίρα του Λούι Ντραξ και όσων βρίσκονται γύρω του.
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Αλεξάντρ Αζά υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες του διαβόητου γαλλικού κύματος ακραίου τρόμου που στα ’00s πλημμύρισε τις οθόνες με λουτρά αίματος και σαδιστική βία, χάρη στο άνισο αλλά αναμφίβολα δεξιοτεχνικό «Haute Tension» (2003), που του χάρισε αυτομάτως cult φήμη, πολυάριθμους αιμοδιψείς οπαδούς και εξίσου φανατικούς πολέμιους. Μια φήμη που ο Αζά εξαργύρωσε γρήγορα (και μάλλον άδοξα) με αγγλόφωνα ριμέικ κλασικού τρόμου («The Hills Have Eyes»), σύγχρονου κορεάτικου τρόμου («Mirrors) και σατιρικού τρόμου («Piranha 3D»). Οσο κι αν κανένα από αυτά δεν στάθηκε αντάξιο των προσδοκιών που δημιούργησε στις αρχές της καριέρας του, τουλάχιστον τίποτα δεν προμήνυε τη σοκαριστική απουσία σασπένς που χαρακτηρίζει την τελευταία του σκηνοθετική απόπειρα.
Βασισμένος για δεύτερη φορά σε μια σύγχρονη λογοτεχνική πηγή (μετά το αποτυχημένο «Horns» του 2013), ο Αζά μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα της Λιζ Τζένσεν, σε σενάριο του ηθοποιού Μαξ Μινγκέλα, και απομακρύνεται από τα σκοτεινά λημέρια του καθαρόαιμου τρόμου για να περιπλανηθεί στα ακόμα πιο ολισθηρά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής, με παραπλανητικούς οδηγούς ένα επιρρεπές σε πάσης φύσεως ατυχήματα εννιάχρονο αγόρι και την εύθραυστη, υπερπροστατευτική μητέρα του. Και χωρίς τα δεκανίκια της εφετζίδικης φρίκης, αποδεικνύεται πλέον ολότελα ανίκανος να αναδείξει την πιο υπόκωφη μορφή έντασης που δυνητικά κρύβει η ιστορία του.
Για ένα φιλμ μυστηρίου που διαπραγματεύεται κάθε είδους ψυχικά τραύματα, «Η 9η Ζωή του Λούι Ντραξ» μοιάζει πιο ανάπηρη συναισθηματικά ακόμα κι από τους προβληματικούς χαρακτήρες του. Χαρακτήρες που αποτυγχάνει πλήρως να φέρει στη ζωή ένα φαινομενικά ελκυστικό επιτελείο ηθοποιών το οποίο ο Αζά καθοδηγεί σε μια σειρά από ανυπόφορα μονοδιάστατες ερμηνείες: είτε πρόκειται για τη μόνιμη έκπληξη στα υγρά μάτια της Σάρα Γκαντόν, είτε για το υπνωτισμένο-βαριεστημένο ύφος του Τζέιμι Ντόρναν, που δεν πείθει στιγμή ως διακεκριμένος νευρολόγος, είτε για την αινιγματική πατρική φιγούρα του Ααρον Πολ.
Θα ήταν, ωστόσο, ομολογουμένως, μάλλον άδικο να ρίξει κανείς το φταίξιμο στους πρωταγωνιστές μιας ταινίας που μοιάζει να διχάζεται ανάμεσα στην υπερ-επεξήγηση και στο απροκάλυπτο ξεχείλωμα ενός μυστηρίου τη μεγάλη αποκάλυψη του οποίου εύκολα κανείς έχει υποψιαστεί από νωρίς. Η ιδέα της απεικόνισης του υποσυνείδητου κόσμου και των σκέψεων ενός παιδιού που βρίσκεται σε κώμα θα μπορούσε κάλλιστα να εξελιχθεί σε έναν συναρπαστικό σεναριακό και στιλιστικό καμβά, όμως εκεί που άλλοι, πιο ικανοί σκηνοθέτες, από τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο μέχρι τον Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα του πιο πρόσφατου «7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα», χρησιμοποιούν φανταστικά τέρατα για να ενσαρκώσουν πολύ αληθινά συναισθήματα και φοβίες, ο Αζά και ο Μινγκέλα χρησιμοποιούν τα στοιχεία αυτά με τον πιο απλοϊκό και ανέμπνευστο τρόπο, συνθλίβοντάς τα ανάμεσα σε ένα άστοχο voice over (ακόμα και ο μικρός ήρωας φαντάζει περισσότερο εκνευριστικός παρά ιδιόρρυθμα χαρισματικός), τετριμμένα οικογενειακά δράματα, αφελείς ψυχαναλυτικές ιδέες και ένα προβλέψιμο whodunit.