Βασισμένη στο βιβλίο της Ρέιτσελ Σέιφερτ «The Dark Room», το «Lore» δανείζεται τον τίτλο του από την κεντρική ου ηρωίδα, την κόρη ενός αξιωματικού των SS στην Γερμανία του 1945. Με τον δεύτερο παγκόσμιο να τελειώνει, τον Χίτλερ να έχει αυτοκτονήσει και τους γονείς της να έχουν συλληφθεί από τους συμμάχους, η δεκατετράχρονη Λόρε, θα διασχίσει με τα αδέλφια της τη Γερμανία, βρίσκοντας βοήθεια στο πρόσωπο ενός νεαρού Εβραίου που έχει μόλις αποφυλακιστεί από στρατόπεδο συγκέντρωσης, την προσωποποίηση αυτού που είχε μάθει να θεωρεί κατ εξοχήν εχθρό της.

Τις περισσότερες φορές, η τραγωδία διαβάζεται μόνο από την μία πλευρά. Στις συλλογικά επώδυνες στιγμές, η συμπόνοια πέφτει δικαίως στην πλευρά του «βασανισμένου» και ελαφρυντικά σπανίως αναγνωρίζονται στον υπαίτιο του κακού. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κάτι τόσο σοκαριστικό όσο η επέλαση της Χιτλερικής Γερμανίας την φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το Ολοκαύτωμα.

Ομως η ταινία της Κέιτ Σόρτλαντ μας προκαλεί να κοιτάξουμε τα πράγματα από μια διαφορετική σκοπιά, από την θέση των παιδιών μιας οικογένειας, των οποίων οι γονείς συνειδητά ήταν συμμέτοχοι σε μια αποτρόπαιη διαδικασία. Οταν εκείνοι θα χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους, τα παιδιά τους θα χρειαστεί να δοκιμαστούν κι εκείνα για κάτι του οποίου το φορτίο άθελά τους κουβαλούν.

Ο αντίλογος μοιάζει εύκολος, οι αντιρρήσεις έρχονται στο μυαλό οργισμένες: ποιος αξίζει να νοιαστεί για το δράμα των παιδιών της οικογένειας των αξιωματικών των Ες Ες όταν αμέτρητα παιδιά της ηλικίας τους βρήκαν εξ αιτίας των όσων πρέσβευαν οι γονείς τους φριχτό θάνατο;

Ομως μια τέτοια οργισμένη αντίδραση δεν κρύβει μέσα της την κοινή λογική, μα την διαλεκτική του μίσους, το κουκούτσι μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς που οδήγησε σε κάτι τόσο αδιανόητο όσο το ολοκαύτωμα. Κι αυτή η άβολη συνειδητοποίηση τούτης της επώδυνης αλήθειας, είναι το πρώτο πράγμα που σε αποπροσανατολίζει, στο συναρπαστικά αμφίσημο ηθικό συμπάν της ταινίας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Σόρτλαντ στήνει αυτό το αντεστραμμένο είδωλο μιας Ιστορίας που μοιάζει να έχει πλέον απλοποιηθεί στο επίπεδο της διδαχής ή της ασπρόμαυρης τοποθέτησης όχι απλά ανθρώπων μα ολόκληρων λαών σε εύκολα αναγνωρίσιμους ρόλους, είναι απόλυτα πετυχημένος και βασισμένος σε μια αναμφίβολα βαθιά σκέψη.

Ναι μπορεί η δεκατετράχρονη Λόρε και τα αδέλφια της να έχουν υπέροχα όμορφα πρόσωπα, ξανθά μαλλιά και αθώα όψη, όμως ποτέ δεν είναι απλά ταλαιπωρημένα αγγελούδια που θα σε κάνουν να λυπηθείς και να σκεφτείς με διαφορετική ματιά την κατάστασή τους.

Η Λόρε και τα αδέλφια της κουβαλούν το φορτίο της ανατροφής τους, των αναφορών τους, της τάξης και της θέσης τους κι αν είναι τώρα κι αυτά θύματα, δεν είναι μόνο της επέλασης των συμμαχικών δυνάμεων που σαρώνουν και διαιρούν τη χώρα τους, μα των ίδιων των γονιών τους. Ομως ακόμη κι έτσι, δεν παύουν να είναι θύματα κι αυτή η σκέψη είναι που κάνει το φιλμ να κρατά από την αρχή ως το τέλος την υπόγεια δύναμή του, που δεν μοιάζει να είναι άλλη από αυτή της δύσκολης διαδικασίας της αμφισβήτησης των όσων για πολύ καιρό θεωρούσες δεδομένα, των όσων πολύ απλά δεν μπήκες, ή κανείς δεν σου επέτρεψε να μπεις στον κόπο να σκεφτείς.

Στην ίδια ακριβώς διαδικασία με άλλα λόγια που βρίσκεται και η νεαρή ηρωίδα του φιλμ, σε αυτό το ταξίδι από την βεβαιότητα προς την απώλειά της κι από την ομίχλη της «καθαρής σκέψης», στο ξέφωτο μιας αμφιβολίας που σε λειτουργεί σαν πυξίδα. Σίγουρα ένας τέτοιος τρόπος να κοιτάξεις μια ιστορία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου μοιάζει ριψοκίνδυνος, όμως τα «Παιδιά του Πολέμου» δεν χάνουν ποτέ το μέτρο ή την ισορροπία τους. Αντίθετα λειτουργούν εξαιρετικά με μια σειρά από τρόπους, ξεκινώντας από την πραγματιστική μεριά μιας ταινίας επιβίωσης και αγγίζοντας τα όρια του παραμυθιού στον τρόπο που το ταξίδι μιας ομάδας παιδιών προς το σπίτι της γιαγιάς τους μέσα από ένα σκοτεινό δάσος, μοιάζει συμβολικό.

Και η αφύπνιση του φιλμ δεν έχει μόνο να κάνει με αυτήν της νεαρής Λόρε στο γεγονός ότι ο εχθρός δεν είναι πάντα αυτός που νομίζεις, μα και με αυτήν της εφηβείας, της ωριμότητας, μέσα από αυτό το αριστουργηματικά κινηματογραφημένο φιλμ που βρίσκει την ποίηση στις πιο απρόσμενες λεπτομέρειες δίχως να κλείνει τα μάτια ή να εθελοτυφλεί απέναντι στην σκληρότητα τη βία, τον πόνο, της ιστορίας που αφηγείται.