Μικροαπατεώνες, φουκαράδες, πλανόδιοι πωλητές, φτωχοκόριτσα που ονειρεύονται καριέρα στον «κινηματόγραφο», κατεστραμμένοι πρόσφυγες. Σε μια φτωχογειτονιά της μεταπολεμικής Αθήνας στη σκιά του ιερού βράχου της Ακρόπολης, οι κάτοικοι μόλις που επιβιώνουν, αλλά δεν παύουν να ονειρεύονται ότι, κάποτε, θα ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Η αντίθεση της Ακρόπολης με την παραγκούπολη που κρύβει στη ρίζα του βράχου της αποτελεί και την αιτία που το 1961 η ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη λογοκρίνεται. Εθναμύντορες την χαρακτηρίζουν κομμουνιστική προπαγάνδα, και η κυβέρνηση την κατεβάζει από το «Ράδιο Σίτι» με την αιτιολογία της δυσφήμισης της χώρας. Οχι, ούτε σήμερα, 50 χρόνια μετά, θα δούμε την αποκατεστημένη κόπια, την ταινία που ονειρεύτηκε και γύρισε, χρεοκοπώντας, ο Αλεξανδράκης, καθώς οι αρχές είχαν φροντίσει να κάψουν και τα αρνητικά. Ακόμα κι αυτό που απέμεινε όμως έχει την ωμή δύναμη να απειλήσει με την αλήθεια του όσους θέλουν να θυμούνται επιλεκτικά το παρελθόν μιας πόλης που δεν ήταν ποτέ μόνο το Κολωνάκι, ούτε οι κάτοικοί της αυτόματα νεόπλουτοι μεσοαστοί. Οι ρίζες μας ως χώρα απλώνονται σε μια μεγάλη μάζα φτωχολογιάς, προσφυγιάς και μεροκαματιάρικης βιοπάλης, προερχόμαστε από συνοικίες χαμένων ονείρων, κάτι που καλό είναι να θυμόμαστε σήμερα που ξυπνήσαμε βίαια για να συνειδητοποιήσουμε ότι εκλάπη και το δικό μας όνειρο, το μέλλον της δικής μας γενιάς.
Ο Αλεξανδράκης δεν αποκάλυπτε ξαφνικά το πρόσωπο μιας Ελλάδας ή την ηθογραφία μιας κοινωνικής τάξης που δεν ξέραμε από τα δράματα π.χ. του Κακογιάννη, του Ηλιάδη ή του Κούνδουρου. Ισως όμως δεν συγχωρήθηκε ποτέ στον προνομιούχο ζεν πρεμιέ μιας ιλουστριασιόν νέας πραγματικότητας να το κάνει. Αλίκη Γεωργούλη (τότε σύζυγός του) στην παραγωγή και στον πρωταγωνιστικό ρόλο να βγάζει τη γλώσσα στην συνονόματη Βουγιουκλάκη τραγουδώντας στο χαμόσπιτό της αλλοπαρμένης ηρωίδας της «νιάου νιάου βρε γατούλα» - απόλυτο κλείσιμο ματιού στην επίφαση λάμψης μιας Ελλάδας που δεν αποτυπωνόταν από το σινεμά της μάζας. Μάνος Κατράκης, Σαπφώ Νοταρά, κι ένας σπαραχτικός Αλέκος Πέτσος σε εξαιρετικούς δεύτερους ρόλους. Μίκης Θεοδωράκης στην μουσική που από μόνη της αποτελεί ακόμα έναν αντιήρωα της ταινίας (με το περήφανο κρύσταλλο της φωνής του Μπιθικώτση στο «Βρέχει στη Φτωχογειτονιά» να χαρτογραφεί την εθνική μας ταυτότητα ). Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς να συνυπογράφουν το αιχμηρό σενάριο. Μια ομάδα «αριστερών» που με πείσμα θέλησαν να κινηματογραφήσουν το απόκληρο κομμάτι της Ελλάδας στο µετεµφυλιακό του φόντο και να μας το αφήσουν παρακαταθήκη. Και το κατάφεραν.
Με σαφείς επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι, αλλά και με ψήγματα ελληνικού μελό ταπεραμέντου, ο Αλεξανδράκης μας περιηγεί στα χωμάτινα στενά και στις τσίγκινες στέγες των σπιτιών των Ανω Πετραλώνων, εκεί όπου οι άνθρωποι πάλευαν να ξεφύγουν από την κακορίζικη καθημερινότητά τους, από τον ντουνιά που δεν χωρούσε τον αναστεναγμό τους, ήλπιζαν «μετρημένα», χαμογελούσαν θλιμμένα και στο τέλος παραδίνονταν στην απόγνωση. Ποτέ όμως ο φακός δεν τους οικτίρει. Η ανθρωπιά με την οποία ο Αλεξανδράκης καταγράφει τις μικρές ταπεινές τους ιστορίες, η αξιοπρέπεια της εικόνας του, ακόμα και το χιούμορ σε στιγμές της αφήγησής του, αποπνέουν μέχρι και σήμερα μία δαιμονισμένη υπόγεια δύναμη – την ενέργεια, τη σπίθα, την περηφάνεια του Γκρεκού που απελπίζεται, αλλά δεν χάνεται ποτέ.
Κι αυτό στις μέρες μας έχουμε την ιστορική ανάγκη να το ξαναθυμηθούμε. Αν πάλι, ειρωνικά, ζούμε σε μία πόλη προσφύγων, αν ξανά σε γωνιές της Αθήνας συγκατοικεί το όνειρο με την απελπισία, αν η ανέχεια μουτζουρώνει την τουριστική εικόνα της κέντρου μας δε θα σβήσουμε, ούτε θα εξαφανιστούμε. Θα αγανακτήσουμε, θα παλέψουμε, και που θα πάει: θα ξαναπετάξουμε τους χαρταετούς μας στον Αττικό ουρανό.